Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκινάρα (η)

το γνωστό φυτό και το άνθος του.

“Αγκινάρα με τ’ αγκάθια
και με τα πολλά σου τ’ άνθια”
Δημοτικό τραγούδι

Με την αγκινάρα οι παλιές Λευκαδίτισσες έκαναν διάφορες μαγγανείες, για ν΄ ανοίξει η μοίρα τους. Έτσι για να ανοίξει η μοίρα ενός κοριτσιού παίρνει μια αγκινάρα, την βάζει κρυφά πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού της και λέει ψιθυριστά “όπως θα ανοίξει η αγκινάρα τούτη, έτσι να ανοίξει κ΄η μοίρα μου“.

Παροιμία: “τ’ν επάτησες την αγκινάρα” = έπεσες έξω στους υπολογισμούς σου.

Θεραπευτικές ιδιότητες της: Κοπάνιζαν αγκινάρα, την έσμιγαν με γουρουνοχολή και άλειφαν το πονεμένο μέρος (σε μαγουλίτες, βελανίδες κλπ.)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
η λέξη αγκινάρα ανάγεται στο μσν. αγκινάρα που, με τη σειρά του, ανάγεται στο ελνστ. κινάρα (< αρχ.ελλ. κυνάρα) με ανάπτυξη προθετικού α- και ηχηροποίηση του αρχικού [k > g], φαινόμενα που οφείλονται αμφότερα σε συνεκφορά με την αιτ. του θηλυκού αόριστου άρθρου και επανανάλυση, τ.έ. μιαν κινάρα [miaŋgi’nara] > μι’ αγκινάρα [mia(ŋ)gi’nara]

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.