άγιατρος -η, -ο
ο βαριά χτυπημένος, ο πολύ λερωμένος. “μ΄ έκαμε απ΄ τις λάσπες, άγιατρο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
και αγιάτρος /θα γίνει/: (μτφρ) θα λερωθεί πολύ
(κρλ) δε θχ ΄χει γιατρεμό
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
Ετυμολογική σημείωση:
από το δεσμευμένο στερητικό μόρφημα α– + το ουσιαστικό γιατρειά (< γιατρός) (τ.έ. χωρίς γιατρειά)
(Π.Γ. Κριμπάς)