Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγιούλι (το)

το φυτό ίον το εύοσμον.
Δημοτικό τραγούδι: “αγιούλια είν΄τα μαλάκια σου κι όθε και αν πας μυρίζουν
όθε περάσεις και σταθείς, αντρόγενα χωρίζουν”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Άγιοῦλι:  /τὸ/ = ἴον, μανουσάκι, μενεξές.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀγιοῦλλι § τὸ ἴον.

Σημ. Ἐγένετο ἐκ τοῦ ἰύλλιον (καθ᾿ ὑποκορ. ἐκ τοῦ ἴον, ὡς τὸ Εἰδύλλιον ἐκ τοῦ εἶδος) προσθέσει δὲ τῆς συλλ. ΑΓ ἐγένετο ἀγύλλιον κατὰ τὸ ἀγκινάρα ἐκ τοῦ κινάρα· κατὰ δὲ Αἰολ. προφορὰν τοῦ Υ. ἐγένετο ἀγιούλλι(ον) ὡς τὸ κοῦνες κοῦμα ἀντὶ κύνες κῦμα. Καὶ οἱ Θεσσαλοὶ σήμερον τὴν ὑποκοριστικὴν κατάλ. τσιον προσθέσαντες καλοῦσιν αὐτὸ ἴτσιον (Κούμ. ἐν Λ.). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Ετυμολογική σημείωση:
πρόκειται για το αντίστοχο του τύπου γιούλι της ΝΕΚ, αμφότερα δε ανάγονται πιθανότατα όχι σε τύπο *ἰύλλιον (που, έτσι κι αλλιώς, δεν μαρτυρείται), όπως αναφέρει ο Σταματέλος, αλλά απευθείας στη λέξη ἴον + –ούλ-ι (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής υποκοριστικών ονομάτων που μπορεί άλλοτε να προέρχεται από το λατ. -ul-us και άλλοτε από το ομόρριζο αρχ.ελλ. -ύλλι-ο-ν), γι’ αυτό και η γραφή με δύο λ δικαιολογείται μόνο αν υποθέσουμε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναγωγή του δημώδους -ούλ-ι στο αρχ.ελλ. -ύλλι-ο-ν, οπότε και θα γραφόταν -ούλλ-ι.
Το αρχικό α- είναι προθεματικό, από συνεκφορά με το ουδέτερο αόριστο άρθρο ενικού (: ένα γιούλι > έν’ αγιούλι) και το ουδέτερο οριστικό άρθρο πληθυντικού (: τα γιούλια > τ’ αγιούλια) (πβ. απαρατάω, αγγαστρώνω/αγκαστρώνω)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.