Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκομαχητό (το)

άγχος, λαχάνιασμα. “ανέβηκα όλον αυτόν τον ανήφορο και αγκομάχησα, ως που να βγω στην κορυφή”. Ο βαρύς μόχθος προκαλεί, αγκομαχητό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκομαχ(η)τὸ:  /τὸ/ (ὄγκος, ἄγχος- μάχη, μυχὸς) = ἆσθμα, πνευστασμὸς ἀτόμου προσφάτως τρέξαντος ἤ βαρέως μοχθήσαντος, λαχάνιασμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγκομαχώ

ασθμαίνω, λαχανιάζω, αλλά και στενοχωριέμαι υπερβολικά και πάσχω πως θα τα βγάλω πέρα με τόσα βάσανα που έχω. Αγκομαχούν και τα ζώα: “το βόδι μας αγκομαχάει” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκομαχάω:  (ὄγκος, ἄγχος- μάχη, μυχὸς) = πνευστιῶ, ἀσθμαίνω, λαχανιάζω συνεπείᾳ ἐπιμόχθου προσπαθείας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

άγκουρα (η)

η άγκυρα πλοίου, βάρκας κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄγκουρα /ἡ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancora) = ἄγκυρα πλοίου ἤ ἐφολκίου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: κατά τη γνώμη μου, η ετυμολόγηση του Λάζαρη, που ανάγει τη λέξη (ως αντιδάνειο) στο ιταλ. ancora (λατ. ancora < . . . Περισσότερα

αγκουρέτο (το)

η μικρή άγκυρα που χρησιμοποιείται σε μικρά και ελαφρά πλεούμενα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκο(υ)ρέτο /τὸ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancoretto) = μικρὰ ἄγκυρα λέμβου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. ancoretto ή από το βενετ. ancorèto (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκούσα ή αγγούσα (η)

στενοχώρια, θλίψη. “έχω μεγάλες αγγούσες… μου τρυπάνε την καρδιά”, “μόδωκες μεγάλη αγγούσα με αυτά που ‘πες”, “μ’ αγγούσεψες…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκοῦσα:  /ἡ/ (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίψις, στενοχωρία, μελαγχολία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Με -γκ-. η συνηθισμένη σε μας σημασία (γιατί . . . Περισσότερα

αγκουσεύω ή αγγουσεύω -ομαι

προκαλώ στεναχώρια και θλίψη σε κάποιον. Θλίβομαι και στενοχωριέμαι. “μην αγγουσεύεις το παιδί” Άγγελος Σικελιανός: Χωριάτικος γάμος”η βοή σα μιας γελάδας, που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκ(ου)σεύω – ομαι:  (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίβω, λυπῶ, στενοχωρῶ, θλίβομαι, λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι. Tα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

αγκούσεφτα

χωρίς αγκούσες, έγνοιες, χωρίς προβλήματα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Φωνητική ορθογράφηση. Ορθότερα: αγκούσευτα. Από το στερητικό α- και ρ. αγκουσεύω (βλ.λ.) με απλολογία (αντί *αναγκούσευτα). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκράφα (η)

πόρπη, κόπιτσα, θηλιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το γαλλ. agrafe. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκωνάρι (το)

γωνία τοίχο οικοδομής, γωνιακό πελεκημένο λιθάρι, συνήθως παραλληλόγραμμο που χτίζεται στις γωνίες των οικοδομών. ογκώδες λιθάρι: “Σήκωσε ξαφνικά ένα αγκωνάρι και τον χτύπησε” οι τέσσερις γωνίες των οικοδομών: “τ΄ αγκωνάρια του σπιτιού” Παροιμία: Τοίχος δίχως θέμελα, τι τα θέλει τα αγκωνάρια; Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκωνάρι: . . . Περισσότερα

αγκωναριά ή αγκωνιά (η)

χτύπημα με τον αγκώνα. “θα φας καμιά αγκωναριά…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγκώνας (< αρχ.ελλ. ἀγκών), το (αρχικά υποκοριστικό) επίθημα -άρ-ι (< αρχ. ελλ. -άρ-ι-ον) και το επίθημα -ι-ά (που δηλώνει, μεταξύ άλλων, πλήγμα με κάτι, πβ. κουτουλιά, γροθιά, ντουφεκιά κ.ά.). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκωνή (η)

γωνία, άκρη κάποιου πράγματος. “κι όταν ο γέρος μάντης / εξάνοιξε την αγκωνή (τις πλάτης αρνιού) μελαχρινή λουρίδα που πρόβαινε σαν σερπερό, του θόλωσαν τα μάτια / … κι εκόπηκε η φωνή του” Αρ. Βαλαωρίτης: Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄, στ. 109 Ακόμα λέμε, “μια αγκωνή ψωμιού, πίτας κλπ.”, επίσης “εσύ κάτσε . . . Περισσότερα

αγκωνιάζω

σπρώχνω κάποιον στην γωνία, τον στριμώχνω στον τοίχο ή σε κορμό δέντρου με εχθρικές διαθέσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκωνιάζω (ἀγκών) = ἀπωθῶ ἤ περιορίζω (στριμώχνω) εἰς γωνίαν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι απευθείας από το ἀγκών (> αγκώνας), αλλά μέσω του παραγώγου . . . Περισσότερα

αγλειμάρα (η) καί ἀγλ(ι)μάρα

ατονία που αισθάνεται κανείς όταν έχει άδειο το στομάχι του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλιμάρα:  /ἡ/ (ἐκ-λείχω, γλύφω) = αἴσθημα ἀτονίας λόγῳ κενότητος τοῦ στομάχου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγλείφω (βλ.λ.) και το παραγωγικό επίθημα -μ-άρ-α (που, μεταξύ άλλων, δηλώνει διάθεση/συναίσθημα, πβ. . . . Περισσότερα

αγλειφούτζης (ο)

ο λαίμαργος που γλείφει υπολείμματα στα μαγειρικά σκεύη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλ(ει)φούντζης -ω:  (ἐκ-λείχω) = ὁ γλείφτης ὑπολειμμάτων εἰς σκεύη φαγητοῦ. Ἀγλιφούντζης – ω :(ἐκ-λείχω, γλύφω) = αὐτὸς ποὺ γλείφει τὰ σκεύη τοῦ φαγητοῦ ἐκ λαιμαργίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το . . . Περισσότερα

αγλείφω -ομαι

αποσπώ με την γλώσσα μου υπολείμματα λιχουδιών, σιροπιών, μελιού κλπ. “τα ποντίκια αγλείφουν τα πάντα”, “να τρως και ν’ αγλείφεις τα δάχτυλα σου”. η γάτα αγλείφεται από τον νοτιά, θα βρέξει επί υπόπτου κέρδους σε ανθρώπους με χαλαρή συνείδηση: “κάτι θα αγλείψουμε και εμείς…”, “θα αγλείψεις και εσύ κάνα κόκκαλο” . . . Περισσότερα

αγλί και τρισαγλί

σχετλιαστικό επιφώνημα = αλί (ή αλλοί) και τρισαγλί. Λέγεται και αγλιά = αλίμονο! Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Το –γ– είναι εξέλιξη επενθετικού /j/, τ.έ. αλί > αϊλί > αγλί, ιδιαίτερα συνηθισμένη στις επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες (και ιδίως στην Κεφαλληνιακή, π.χ. να ιδώ > να . . . Περισσότερα

ἀγλιά

αγλιά = αλίμονο! “αγλιά σε μένα…”, “αγλιά και αλίμονο”, “αγλιά που να του βγει τ΄ όνομα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλιὰ /ἐπίρ./ (ἄλη) = ἀλοίμονον, δυστυχία, συμφορά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγλιά = ἀλίμονο, ἀγλιά σέ μένανε, (ἀλίμονο σέ μένα). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

αγλίμανο (επιφ.)

αλίμονο, συμφορά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλίμανο:  (ἄλη – ἐμοί, ἐμένα) = ἀλοίμονον, δυστυχία, συμφορά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από τύπο *αϊλίμανο που, όπως και το αντίστοιχο «αλίμονο» της νεοελληνικής κοινής, είναι αβέβαιου ετύμου. Το /a/ στη θέση του /o/ λόγω ανομοίωσης των . . . Περισσότερα

αγλύκαντος (ο)

αυτός που δεν έχει γλύκα, που δεν δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα (γλύκα) στο περιβάλλον του, αυτός που δεν απήλαυσε την γλύκα της ζωής. Η λέξη όμως λέγεται κυρίως χαϊδευτική ή και ως κατάρα στα μικρά παιδιά. “μωρέ αγλύκαντο”. “φαρμάκι αγλύκαντο μες το λαιμό μου…” Αρ. Βαλαωρίτης – Αστραπόγιαννος, Στ. 23 Λεξικό . . . Περισσότερα

αγνάντεμα (το)

η επισκόπηση από μακρινό ή υψηλό τόπο. το μέρος από όπου παρατηρούμε τα γύρω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγνάντια (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα -μα. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγναντερός (ο)

το μέρος που έχει καλή θέα από παντού γύρω, ο περίοπτος. Λέμε: “αγναντερός ο τόπος του μοναστηριού”.

αγναντεύω

βλέπω από ψηλά ή από απόσταση κάτι. Παρατηρώ, επισκοπώ. “Αγναντεύω από την αυλή μου…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγναντεύω:  (ἀνὰ-ἀντέω) = θεῶμαι ἐξ ἀποστάσεως ἤ ἀφ’ ὑψηλοῦ, παρατηρῶ μακρόθεν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγναντεύω § μακρόθεν καὶ ἀντίον ἱστάμενος παρατηρῶ. ΚΝ. Σημ.Ἐκ τοῦ Ἔναντα (Σύλλ. . . . Περισσότερα

αγνάντια (επίρρημα)

απέναντι. “τα σπίτια μας είναι αγνάντια”, “το χωριό του είναι αγνάντια από το δικό μας”, “αγνάντια από το σπίτι μας κάθεται…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγνάντιο (βλ.λ.) και το επιρρηματικό επίθημα –α. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγνάντιο (το)

τόπος αγναντερός, ξέφαντο. “εβήκες στ’ αγνάντι, βλέπω”, “έπιασα τα αγνάντιο και καρτερώ να τους δω να φανούνε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγνάντιο:  /τὸ/ (ἀνάντης) = τόπος ἐκτεταμένης θέας, ξέφαντο, βίγλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι από το ἀνάντης, αλλά από το ενάντιος (ουδ. . . . Περισσότερα

άγνεστος -ο (το)

το μαλλί που δεν έχει γίνει ακόμα κλωστή. “έχω πολλά μαλλιά να γνέσω”, “το λινάρι δεν το έγνεσα ακόμα, η ακαμάτρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το στερητικό α- και το ρ. γνέθω. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγνό -ά

(τα αγνά) = τα χταπόδια, οι σουπιές και γενικά όλα τα θαλασσινά μαλάκια που τρώγονται. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγνὰ:  /τὰ/ (ἀγανός,Ἰ. anguinaria) = ὅλα τὰ τρωγόμενα θαλάσσια μαλάκια (σουπιές, χταπόδια, καλαμάρια κ.λ.π.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η λέξη δεν έχει σχέση με . . . Περισσότερα