Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκελώνω ή αγκυλώνω

κεντώ κάποιον με μυτερό αντικείμενο, βελόνι, αγκάθι κλπ.
“πήγα να κόψω ένα τριαντάφυλλο και αγκελώθηκα”, “έκοβα βάτα και αγκελώθηκα”.
Μεταφορικά: “τα λόγια αγκέλωσαν την καρδιά μου”, “τα αγκάθι που αγκελώνει δεν φαίνεται (για τους ύπουλους που μας κάνουν κακό αναπάντεχα και αιφνίδια)”, “η αγάπη είναι αγκάθι π’ αγκελώνει την καρδιά / και μ’ αγκέλωσε και εμένα και γυρεύω γιατρειά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Αγκελώθ(η)κα, λέμε ή “έχω στο λαιμό μου κάτι αγκελώνια”.
Το ρήμα αγκυλώνω (αγκελώνω) σημαίνει νύσσω, κεντώ με αγκύλι, με αγκάθι (Δημητράκος). Στίχος δημοτικού τραγουδιού λέει: “να μουνα τη γης βελόνι / να πατείς να σ΄ αγκελώνει”.
Εμείς κάναμε και ουσιαστικό, αγκελώνι -ια, μεταφορικά αγκάθι, -ια.
Ετυμολογείται από το αγκύλι του αρχαίυ αγκύλη. (Από το ακίς, η αγκίδα και αγκίθα, αγκάθι). Και το αγκερίδι που πλέκουν οι γυναίκες.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος αγκελώνι (το) (= αγκάθι) που αναφέρει ο Κατωπόδης προέρχεται μάλλον από ουσιαστικοποίηση του γ’ ενικού προσώπου του ρήματος αγκελώνω (< αγκυλώνω < αγκύλη), τ.έ. αυτό αγκελώνει > το αγκελώνι, υποβοηθούμενη ίσως και από τα πολυάριθμα (συχνά βενετ. αρχής) ουσιαστικά σε –όνι (πβ. πορτόνι, καδρόνι κ.ά.).
Για τον (απώτατα συγγενικό, από ινδ.-ευρ. ρίζα *ank– που δηλώνει ταυτόχρονα αιχμηρότητα και κυρτότητα) τύπο αγκερίδι που αναφέρει ο Κατωπόδης βλ.λ. αγκερίδα, αγκερίδι 

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.