αγιανιάνω
αντέχω, υπομένω.
Φράση: πως σ΄αγιανάνε, δεν ξέρω = πως σε αντέχουν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
ίσως από το τουρκ. dayanmak (= αντέχω, υπομένω), από τον αόριστο του οποίου (: dayandιm) και το γνωστό νταγιαντάω/-ώ/-ίζω, με αποβολή του αρχικού [d] λόγω επανανάλυσης αντωνυμικών φράσεων (π.χ. *νταγιανιάνω > τ’ αγιανιάνω > αγιανιάνω) + -ιάν-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων).
Ο τύπος αγιανάνε που αναφέρεται στο παράδειγμα, πάντως, παραπέμπει σε ενεστώτα αγιανάνω και όχι αγιανιάνω. Σε τέτοια περίπτωση, το πρώτο [n] ίσως προέρχεται από [d], τ.έ. νταγιαντάνε > αγιανάνε, οπότε και αυτός ο τύπος ίσως ανάγεται στον αόριστο του τουρκικού ρήματος
(Π.Γ. Κριμπάς)