Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγιανιάνω

αντέχω, υπομένω.
Φράση: πως σ΄αγιανάνε, δεν ξέρω = πως σε αντέχουν.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
ίσως από το τουρκ. dayanmak (= αντέχω, υπομένω), από τον αόριστο του οποίου (: dayandιm) και το γνωστό νταγιαντάω/-ώ/-ίζω, με αποβολή του αρχικού [d] λόγω επανανάλυσης αντωνυμικών φράσεων (π.χ. *νταγιανιάνω > τ’ αγιανιάνω > αγιανιάνω) + -ιάν-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων).
Ο τύπος αγιανάνε που αναφέρεται στο παράδειγμα, πάντως, παραπέμπει σε ενεστώτα αγιανάνω και όχι αγιανιάνω. Σε τέτοια περίπτωση, το πρώτο [n] ίσως προέρχεται από [d], τ.έ. νταγιαντάνε > αγιανάνε, οπότε και αυτός ο τύπος ίσως ανάγεται στον αόριστο του τουρκικού ρήματος

(Π.Γ. Κριμπάς)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.