Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αβανταδόρος (ο)

αυτός που κάνει αβάντες. Η λέξη έχει πάντα καλή σημασία. Συνήθως ο αβανταδόρος είναι ανυπόληπτος, ζει από ύποπτες χρηματικές παροχές, υποστηρίζει ανθρώπους πονηρούς ή και ανήθικους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανταδόρος:  – ὁ –  (Ἰ. avanti) = ἐπίκουρος, ὑποστηρικτής, βοηθός, ἐνθαρρυντής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

αβαντάρω

βοηθώ, ενισχύω Εδώ Πόρος – Ν. Ζαβιτσάνος Ετυμολογική σημείωση: βλ.λ. αβάντα (Π.Γ. Κριμπάς)

αβαντσάρω

έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε. πχ. “αβατσάρω 50 κιλά λάδι” ή “πεντακόσιες δραχμές από τον τάδε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβαντσάρω:  (Ἰ. avanzare) ἔχω λαμβάνειν, ὑπερέχω, προηγοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    από το ιταλικό avanzare, το οποίο έχει δύο σημασίες. Η πρώτη, . . . Περισσότερα

αβάντσο (το)

λέξη που λέγεται συνήθως σε χαρτοπαίγνιο από τους συμπαίκτες. “πάμε αβάντσο;” δηλ. συνεχίζουμε; Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάντσο:  /τὸ/ (Ἰ. avanzare) = συνέχισις, προχώρησις, ἐξακολούθησις. «πᾶμ’  ἀβάντσο» λέγεται μεταξὺ συμπαικτῶν παραιτουμένων τῆς ἐκβάσεως καὶ συνεχιζόντων μέχρι νεωτέρας ἐκβάσεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το . . . Περισσότερα

αβάρα

ναυτικό παράγγελμα. Προστακτική του ρήματος αβαράρω. “Αβαράρισε το πριάρι, να ξεκινήσουμε” – “Βάλε αβάρα” = σπρώξε το πριάρι να φύγουμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάρα:  (προστ. τοῦ ρ. ἀβαράρω) = ὠθῶ λέμβον ἤ ἄλλο ἐφόλκιον ἀπὸ προβλῆτος ἤ ἄλλου πλωτοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἤ πρόληψιν συγκρούσεως. Tα . . . Περισσότερα

αβάρα (η)

μεγάλο τσιμπούρι, παράσιτο των οικιακών ζώων, που απορροφάει το αίμα τους. Στα αρχαία λέγεται κρότων. “Τοις μεν ουν ταύροις των οίστρον ενδύεσθαι παρά το ους λέγουσιν, και τις κύσις των κρότωνα”. (Πλούτ. Ηθ. 55 Ε). Το τσιμπούρι είναι παράσιτο έντομο ιδίως των σκύλων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

αβαράρω

απωθώ το πλεούμενο, την βάρκα κλπ. από την παραλία με κουπιά ή με κονταρόξυλο. “αβαράρισε το καΐκι να φύγουμε” σύνθημα: “αβαράαααα….” – “έλα και αβαράραμε”. Το αβαράρω λέγεται και αβαλάρω. φρ. “δώσ΄του την αβαλρ΄σά του” = σπρώξιμο αστεϊσμού μεταξύ των μελών μιας παρέας, όταν αμπώνουν κάποιον να παρασύρει τους άλλους… . . . Περισσότερα

αβαρεσιά (η)

η έλλειψη βαρεμάρας, το να είναι κανείς δραστήριος και φιλόπονος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το στερητικό α– και το ουσ. βαρεσιά < βαριέμαι (< βαρύς) + παραγωγικό επίθημα –σιά (Π.Γ. Κριμπάς)

αβάρετος (ο)

αυτός που δε βαριέται την δουλειά, ο ακούραστος, ο πρόθυμος. φρ. “αβάρετος άνθρωπος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το στερητικό α– και το ουσ. βαρετός < βαριέμαι (< βαρύς) + παραγωγικό επίθημα –τός (Π.Γ. Κριμπάς)

αβαρία (η)

ζημιά, όταν χύνεται το κρασί ή το λάδι κατά την μεταφορά του κλπ και στο εμπόριο ή την συλλογή της σοδειάς – “είχα πολλές αβαρίες εφέτος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avaria = ζημιά, βλάβη (Π.Γ. Κριμπάς)

αβάσκαμα (το)

το αποτέλεσμα του βασκαίνω. Βασκαίνουν οι έχοντες σμιχτά φρύδια (σμιγοφρύδες), όσοι έχουν μαύρα και πονηρά μάτια, ιδίως οι γυναίκες. Βασκαίνονται μικροί και μεγάλοι, ιδίως τα όμορφα ροδοκόκκινα μωρά κλπ, δεν βασκαίνονται οι άσκημοι και οι Σαββατογεννημένοι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάσκαμα:  /τὸ/ = ἡ βασκανεία, τὸ . . . Περισσότερα

αβασκαμός (ο)

η ενέργεια του βασκαίνω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβασκαμός: /ἡ/ = ἡ βασκανεία, τὸ βάσκαμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αβασκαντήρα (η)

το μικρό χρωματιστό κοχύλι που κρεμιέται στο λαιμό, ως αποτρεπτικό του βασκάματος. Βασκάνιον κατά τον Αριστοφάνη κ.α. “περίκεινται δε τοις τραχήλοις κογχία αντί βασκανίων” (Στρ. 16, 4, 17). Πολλοί αντί βασκαντήρας κρεμούσαν φυλαχτό, μια σακουλίτσα που έβαζαν μέσα λιβάνι, σκόρδο, κομμάτια από άμφια, τίμιο ξύλο, κομμάτια σκούπας, άνθη Επιταφίου, δενδρολίβανο . . . Περισσότερα

αβγατίζω ή αὐγατίζω και αβγαταίνω

αυξάνω κάτι, αμετ. = αυξάνομαι. πχ. λέμε ότι το ρύζι, τα μακαρόνια κλπ αβγατίζουν στο βράσιμο. Και ακόμα: “αυτός αβγάτισε την περιουσία του δουλεύοντας μέρα νύχτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Αὐγατίζω (ἐκ τῆς δμτ. αὐγόν, αὐγᾶτος, Ἰ. aumentare) = πληθύνω, ἐπαυξάνω, πολλαπλασιάζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αβγάτισμα (το)

η αύξηση, η προσθήκη. Το λέμε σε πλείστες περιπτώσεις π.χ.  το αβγάτισμα της περιουσίας, του μισθού, του φαγητού, των μάλλινων κλωστών κ.λ.π. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: από το ρ. αβγατίζω, βλ.λ. (Π.Γ. Κριμπάς)

αβγοκόβω

ρίχνω στην σούπα ή άλλο φαγητό, μείγμα αβγού και λεμονιού δαρμένο με πηρούνι. Λέμε: “σούπα αβγοκομμένη”, “αρνάκι αβγολέμονο”.

αβγολόγος (ο)

ο γυρολόγος, που αγοράζει αβγά και κοτόπουλα για μεταπώληση. αβγοθήκη. Συχνά ο αβγολόγος και μικρο πραμάτειες, βελόνια, κουβαρίστρες, καρφοβέλονους, κουμπιά κα. που τα πουλούσε παίρνοντας αβγά από τις νοικοκυρές.

αβγομαντεία (η)

μαντεία που επιτυγχάνεται με την χρησιμοποίηση του ασπραδιού του αβγού. Τοπικά λέγεται “ρίξιμο του αβγού”. Την διαδικασία εκτελεί η αβγορρίχτρα που μαντεύει κυρίως τον μέλλοντα γαμπρό μιας νέας. Κατά την μαγγανευτική τελετουργία, η αβγορρίχτρα, ρίχνει σε δοχείο με βρασμένο νερό, δαρμένο ασπράδι αβγού, κι ανάλογα με τα σχήματα που παίρνει . . . Περισσότερα

αβγότσοφλο (το)

το τσόφλι του αβγού, που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για ιαματικούς σκοπούς από τους λαϊκογιατρούς. “Καύσε αβγότσουφλα, βάλε τα εις ξίδιν αψύ να γέννουν σκόνη και από αυτή φύσα με μασούρι εις ρουθούνια όπου τρέχει αίμα και ιάται” (Λ.Ι.Λ., σ. 79, 43)

αβγωμένος (ο, η, το)

γεμάτος αβγά. Την λέξη την χρησιμοποιούμε για ψάρια που είναι στην εποχή του αβγώματος. Λέμε: “οι γοβιοί είναι αβγωμένοι τώρα”. Είναι πασίγνωστο το διαλάλημα των ψαράδων της Χώρας, για τα καβούρια: “Έχω παγούρ΄ς μ’ αβγόοοο”. Μερικά ψάρια, όπως τα στράδια του ιβαριού, οι μπάφες, βγάνουν νοστιμότατο αβγοτάραχο.

αβεζάρω

δίδω παραγγελία, ειδοποιώ “τον αβ’ζαρισα να πει στον τάδε ότι…”. Η πράξη: αβιζάρισμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης βλ. καί ἀβιζάρω Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avvisare ή το βενετ. avisàr (Π.Γ. Κριμπάς)

αβεντόρα (η)

η περιπόθητη γυναίκα, η ερωμένη, η “πιαστή” . Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβεντόρα:  /ἡ/ σπ. (Ἰ. avventore) = ἡ προσφιλής, ἡ περιπόθητος, ἡ ἐρωμένη. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αβεντόρος (βλ.λ.) μέσω θηλυκοποίησης και όχι απευθείας από το ιταλ. avventore (Π.Γ. Κριμπάς)

αβεντόρος (ο)

ο βοηθός λιτρουβιάρης στα χωριά του νησιού. “Τον έχω αβεντόρο μου…” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβεντόρος:  /ὁ/ = (Ἰ. avventore) = ὁ πρόσθετος ἑκάστοτε βοηθὸς τῶν ἐλαιοτριβέων εἰς τὰ χωρία (συνήθως εἷς ἐκ τῶν ἀρρένων τῆς οἰκογενείας ποὺ προσκομίζει ἐλαιοκαρπὸν πρὸς ἔκθλιψιν). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αβέρτα πάγκα

(σχήμα λόγου) η απλοχεριά, το κουβαρδαλίκι (απο το ιτλ averta = ελεύθερη + banca =τράπεζα) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: για την ακρίβεια, παλ.ιταλ. averta [σήμερα aperta] ‘ανοιχτή’ και όχι ‘ελεύθερη’ (‘ανοιχτή τράπεζα’) (Π.Γ. Κριμπάς)

αβέρτο (το) και ἀβέρτα (επίρρ.)

ελεύθερο, ανοιχτό. “Το σπίτι δεν το κόψαμε ακόμα σε κάμαρες, είναι όλο αβέρτο” – “μου κάμανε το χωράφι αβέρτο”. Επίρρ.: αβέρτα = εντελώς ελεύθερα. “Στην γιορτή χόρεψαν όλοι αβέρτα”, “έφαγαν με την ψυχή τους, αβέρτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβέρτος -α -ο (Ἰ. aperto) = ἀνοικτός, . . . Περισσότερα

ἀβερτωσύνη

/ἡ/ (Ἰ. aperto) = ἐλευθερία, ἀπεριόριστον, ἀνεμπόδιστον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αβέρτος/-α/-ο (βλ.λ.) και το παραγωγικό επίθημα -(ο/ω)σύνη (Π.Γ. Κριμπάς)