ἀγκαστρώνω
Ἀγκαστρώνω: (ἐν-γαστήρ, γαστρόω) = γονιμοποιῶ θῆλυ (τὸ κάμνω ἔγκυον).
Ἀγγαστρόνω § ἔγγυον ποιῶ. Κ.Ν.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐγγαστρόω (Σύλλ. Ι. ΙΙ.). Ὁ Βυζάντιος γράφει ἐγγαστρόνω καὶ Γκαστρόνω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
το αγκαστρώνω δεν προήλθε απευθείας από το ἐν + γαστὴρ, ούτε από το (ανύπαρκτο, έτσι κι αλλιώς) γαστρόω, αλλά είτε:
α) από το γκαστρώνω (ορθότερη γραφή: γγαστρώνω), το οποίο ανάγεται σε μσν. γγαστρώνω που προήλθε με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος από παλαιότερο μσν. τύπο εγγαστρώνω, ο οποίος ανάγεται στο ελνστ. ἐγγαστρ(ῶ) -ώνω που, με τη σειρά του, ανάγεται στα αρχ.ελλ. συνθετικά ἐν + γαστρ- (γαστήρ) «κοιλιά» + -ῶ, ενώ το αρχικό α– είναι προθεματικό που εδώ θα οφείλεται σε συνεκφώνηση με ονομ./αιτ. θηλυκού αόριστου άρθρου ενικού (μια γγαστρία > μι’ αγγαστριά (πβ. απαρατάω, αγιούλι, αγγαστρώνω/αγκαστρώνω), είτε:
β) απευθείας από το μσν. εγγαστρώνω με αφομοίωση του [e] (ἐν) με το επόμενο [a]
(Π.Γ. Κριμπάς)