Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἄγνοιαστος

Ἄγνοιαστος § ἄφροντις, ἀμέριμνος. Σημ. Ἰδὲ ἀξέγνοιαστος. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Ετυμολογική σημείωση: Από το στερητικό α- και το ρ. γνοιάζομαι. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγόγγυστα (επίρρημα)

χωρίς γογγυσμούς, καρτερικά και με υπομονή. “το δέχτηκα αγόγγυστα”, “τα κουβάλησα τα ξύλα όλα, αγόγγυστα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγόγγυστος (βλ.λ.) και το επιρρηματικό επίθημα –α. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγόγγυστος (ο)

εκείνος που δεν γογγύζει, ο καρτερικός, ο υπομονετικός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το στερητικό α– και το ρηματικό επίθετο σε -τος/-τη/-το του ρ. γογγύζω. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγουλίζω

(το χταπόδι) τρίβω με νερό σε πέτρα το χταπόδι για να μαλακώσει, να λειάνει το δέρμα του βλ. γουλίζω

αγούρι ή γούρι (το)

το ποδαρικό, η τύχη, καλοσημαδιά. “στο φυλάω για γούρι”,  “μου φέρνει γούρι”, “έχει καλό γούρι”. Το προσέχουν σε κάθε περίσταση, ιδίως κάθε πρώτη του μήνα και πρωτοχρονιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το τουρκ. uğur (= τύχη, καλοτυχία). Το α– λόγω επανανάλυσης της φράσης τα . . . Περισσότερα

αγουρίδα (η), ἀγρίδα

το άγουρο σταφύλι. Παροιμία: όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρίδα:  /ἡ/ = ἄωρος σταφυλή, ἄγουρο σταφύλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρίδα = ἀγουρίδα, ἄγουρο σταφύλι, ἀλλά καί κάθε φροῦτο τελείως ἀγίνωτο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

αγουρίκλα ή αγρίκλα

κάθε άγουρο φρούτο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρίκλα:  /ἡ/ = ἄωρος ὀπώρα, ἄγουρο φροῦτο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγουρος και το ονοματικό επίθημα -ικλ-α (< λατ. -icula). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγουρόλαδο ή αγρόλαδο (το)

το άγουρο λάδι που πρασινίζει και θεωρείται γευστικό και πολύ θρεπτικό. Είναι το πρώτο λάδι της σοδιάς, εκθλίβεται πρώιμα, το φθινόπωρο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρόλαδο:  /τὸ/ (ἄωρος-ἔλαιον) = ἔλαιον ἐκ νωπῶν πρασίνων ἐλαιῶν ἐκθλιβὲν χωρὶς τὴν χρῆσιν θερμοῦ ὕδατος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρόλαδο . . . Περισσότερα

αγπανάρι (το)

το ρούχο που ρίχνουμε πάνω, τελευταίο, στο κρεβάτι. Παράδειγμα: στα σεντόνια λέγεται αγπανάρι, και το από κάτω απ΄κατάρι. Αγπανάρι λέγεται και το από πάνω ξύλο του μάγγανου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα –άρ-ι. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγπαναριά (αγουπαναριά)

το απάνω μέρος του καρβελιού, η πάνω φλούδα του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀ(γ)ουπαναριὰ:  /ἡ/ (ἐπὶ-ἄνω) ω = ἡ ἄνω ἐπιφάνεια κινητοῦ πράγματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα –αρ-ι-ά (< –άρι και –ιά). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγπανωγόμπι (επίρρημα)

το φορτίο που βάνουμε στα ζώα του σπιτού, πάνω από το κανονικό. “φόρτωσα το άλογο με σιτάρι και μπήκα και εγώ αγπανωγόμπι (μεσοσάμαρα)”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) και το γόμπος (= καμπούρης) (< βεν. gὸbo/ιτ. gobbo), επειδή ο αναβάτης κάθεται σαν . . . Περισσότερα

αγπανωφούσκι (αγουπανωφούσκι) ή φ΄σκούνι (το)

αρχαία υπουρίς. Διπλή δερμάτινη λουρίδα στο πίσω μέρος του σαμαριού, με κυκλική απόληξη, μέσα από την οποία περνάει η ουρά του ζώου για να συγκρατεί το σαμάρι στον κατήφορο. (βλ. φ΄σκούνι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)πανωφοῦσκι:  /τὸ/ (ἀπό, ἐπὶ- ἄνω –  Τ. Κουσκούν, Ἰ. fusciacco) = . . . Περισσότερα

αγραπίδι (το)

άγριο αχλάδι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγραπίδι /τὸ/ (ἄγριος- ἄππιον) = ἀγριαχλάδι, ἀγριαπίδι, γκόρτσο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι απευθείας από τα «ἄγριος-ἄππιον», αλλά από τους αντίστοιχους δημώδεις εξελιγμένους τ. άγριος και απίδι (> -γρια- > -γρα- με έκκρουση του /i/). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγραπιδιά (η)

η άγρια αχλαδιά. Ο καρπός της έχει κατά την λαϊκή ιατρική, ιαματικές ιδιότητες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγραπιδιὰ:  /ἡ/ = ἀγριαχλαδιά, ἀγριαπιδιά, γκορτσά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγραπίδι (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα –ι-ά (που δηλώνει φυτό). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριαγγουριά (η)

βότανο (εκβάλιον το ελατήριον), κοινώς πικραγγουριά ή ψαλιδόχορτο. Το ψαλιδόχορτο λέγεται και αγριαγγουριά (από παλιό γιατροσόφι).

αγριάδα (η)

κτηνοτροφικό χόρτο, βότανο (πανικόν το έρπον ή άγρωστις η έρπουσα). Είναι θρεπτική τροφή για τα οικόσιτα ζώα. Έχει και θρεπτικές ιδιότητες. Βρασμένη έχει ζωμό διουρητικό.“Όποιος έχει πέτρα στα νεφρά, να την πίνει χρόνου καιρών” (Η λαϊκή ιατρική στην Λευκάδα, σελ. 68) άγρια έκφραση του προσώπου. αγριάδα επιφάνειας υφάσματος, σανίδας, πέτρας . . . Περισσότερα

αγριαλιφασκιά (η)

άγρια αλιφασκιά, (βλέπε λήμμα φασκομηλιά) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος και αλιφασκιά (< μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά < αρχ. ἐλελίσφακος, όπου [e > a] με απλοποίηση και επανανάλυση, τ.έ. μια αλισφακιά > μια ’λισφακιά- > μι ’αλισφακιά). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγρικιέμαι

ακούομαι, θεωρούμαι ορίζομαι Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη Ετυμολογική σημείωση: Βλ.λ. αγροικιέμαι – αγροικώ. (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριλίδα (η)

η άγρια ελιά. Φυτρώνει σε λογγώδη και άγρια εδάφη. Οι γεωργοί την κεντρώνουν και την κάνουν ήμερη καρποφόρα ελιά. Το ξύλο είναι πολύ σκληρό και το χρησιμοποιούν για κατασκευή αλετριών. “ζυγό και σπάθι από φτελιά. Κι ήθελε απ΄αγριλίδα να ΄ναι χυτές οι ζεύγλες του” Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Α΄ Λεξικό . . . Περισσότερα

αγριλίδι (το)

βλ. αγριλίδα (η) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγριλίδα (βλ.λ.) + ονοματικό επίθημα -ήσ-ι-ο-ς- (< λατ. –ens-i-s). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριλιδίσιος

από άγρια ελιά Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Από το αγριλίδα (βλ.λ.) + ονοματικό επίθημα -ήσ-ι-ο-ς- (< λατ. –ens-i-s). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριοβάρσαμος (ο)

άγριος δυόσμος – μυριστικό ευώδες και ιαματικό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος + βάρσαμος (< βάλσαμος), με τη γνωστή σε όλα τα Επτάνησα τροπή /l/ > /r/ πριν από σύμφωνο (στη Λευκάδα το φαινόμενο είναι πια υπολειμματικό). (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγριοκόκι

Ἀγριοκόκι = βίκος, εἶδος καλλιεργήσιμου φυτοῦ γιά τροφή τῶν ζώων. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος + κόκ(κ)ι (< αρχ. κόκκος + ονοματικό επίθημα -ι-ο-ν). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριολάπατο (το)

άγριο λάπατο, η ξινίθρα. Χρησιμοποιείται θεραπευτικά: “Το σιπόρον του αγριολάπατου να το θέσει η γυναίκα να φανεί ως παρθένος του αντρός”. (Από χργρ. γιατροσόφι – Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 90). Το βάνουν και στις λαχανίπιτες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγριος + . . . Περισσότερα

αγριομανώ

λέγεται σε περίπτωση άγριας, πυκνής και μεγάλης βλάστησης “Μέσ΄ το σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι / φοβέριζε τον ουρανό με τ΄ αγριομάνητό του” (ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος Δ΄άσμα Δ΄ 22). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης “Φοβέριζε τὸν οὐρανὸ μέ τἀγριομανητό του” σελ 172, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ) ἀγριομανῶ ὡς . . . Περισσότερα