Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο)

αγιούτο = βοήθεια.
“δώστε του ένα αγιούτο να ξελασπώσει το κάρο” – “δώστε του ένα αγιούτο μη λάχει και αλλάξει δρόμο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο):  /τὸ/ (Ί. aiuto) = αὐτοπρόσωπος καὶ ἄμεσος βοήθεια, συναρωγή, ἐνίσχυσις.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.