ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο)
αγιούτο = βοήθεια.
“δώστε του ένα αγιούτο να ξελασπώσει το κάρο” – “δώστε του ένα αγιούτο μη λάχει και αλλάξει δρόμο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο): /τὸ/ (Ί. aiuto) = αὐτοπρόσωπος καὶ ἄμεσος βοήθεια, συναρωγή, ἐνίσχυσις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης