αλόη (η) και ἀλοή
το φυτό αλόη η γνήσια: “έχει πολύ πικρή ρίζα” (από χργρ γιατροόφι).
Έχει θεραπευτικές ιδιότητες: “Τρίψον την αλόην με το ξίδι ή με ροδόσταμα, να γένει ωσάν αλοιφή και βάνε συχνά εις τα μηλίγγια, εκείνος οπού έχει πόνους και ζάλην εις το κεφάλι”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, κωδ. Κατωπόδη – συνταγή 92).
μτφρ: κάθε πικρό υγρό το λέμε αλόη: “δεν πίνεται, το έρμο, είναι αλόη, φαρμάκι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Το φυτό αλόη. Βαλαωρίτης: “σαν νάχει πιή την αλόη”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀλοή = δηλητήριο, κάτι τό πολύ πικρό, αὐτά τά χόρτια εἶναι ἀλοή (εἶναι φαρμάκι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής