ἀλαμπάζω
Ἀλαμπάζω: (ἀ-λαπάζω) = αἰφνιδιάζω, τρομοκρατῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀλαμπάζω = τρομάζω κάποιον ξαφνικά, ξαφνιάζω κάποιον μέ ἀπότομη καί μεγάλη φωνή.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και λαμπάζω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!