ἀλαίμαρχος -η -ο
αλαίμαργος = αχόρταγος, πολύ εργατικός: “κάνει τη νύχτα μέρα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλαίμαρχος -η -ο: (ἀ-λαίμαργος) = λαίμαργος, ἀκόρεστος, ὑπερμέτρως ἐργατικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀλαίμαργος καί ἀλαίμαρχος = λαίμαργος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
το αρχικό /a/ είναι προθεματικό, πβ. απαρατάω < παρατάω κ.ά., ενώ το /x/ στη θέση του /Ɣ/ (-αρχος αντί -αργος) ίσως οφείλεται σε επίδραση άλλων λόγιων ουσιαστικών σε -αρχος (λήσταρχος, δήμαρχος, πολέμαρχος κ.ά.), επιθηματοειδούς που έχει αποκτήσει και μεγεθυντική σημασία
(Π.Γ. Κριμπάς)