Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀλαίμαρχος -η -ο

αλαίμαργος = αχόρταγος, πολύ εργατικός: “κάνει τη νύχτα μέρα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλαίμαρχος -η -ο:  (ἀ-λαίμαργος) = λαίμαργος, ἀκόρεστος, ὑπερμέτρως ἐργατικός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀλαίμαργος καί ἀλαίμαρχος = λαίμαργος.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
το αρχικό /a/ είναι προθεματικό, πβ. απαρατάω < παρατάω κ.ά., ενώ το /x/ στη θέση του /Ɣ/ (-αρχος αντί -αργος) ίσως οφείλεται σε επίδραση άλλων λόγιων ουσιαστικών σε -αρχος (λήσταρχος, δήμαρχος, πολέμαρχος κ.ά.), επιθηματοειδούς που έχει αποκτήσει και μεγεθυντική σημασία

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.