αλ(ι)κοτίζω -ομαι και αλικοτίστηκα
αλικοτίζω -ομαι
είμαι αδιάθετος, παρουσιάζω συμπτώματα ασθενείας.
φράση: “Το παιδί αλ(ι)κοτίστηκε, να φέρομε τον παπά να το διαβάσει. Μπορεί να το αβασκάνανε, δεν φωνάζομε την …τάδε να το ξαβασκάνει;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλ(ι)κοτίζω -μαι: (Λ. aliquus) = μεταβάλλω ὄψιν ἥ διάθεσιν πρὸς τὸ χειρότερον, ἀδιαθετῶ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Αλ(ι)κοτίστηκε: αρρώστησε, έχασε τη δύναμή του. Σύνθετη λέξη από το αλκή (ρώμη, σωματική δύναμις) + κοτέω-κοτέομαι (ζημιώνομαι, οργίζομαι, κακιώνω). Ο κότος είναι η μήνις, η οργή, ο χόλος και «ο πολυετής χόλος και την μήνιν υπεραναβάς». Εδώ και χιλιετίες οι πρόγονοί μας γνώριζαν την αρνητική επίδραση της οργής και του χόλου επί της σωματικής αλκής… Διαχρονική έννοια έκφρασης έλλειψης αλκής και σθένους, η οποία οδηγεί στην ασθένεια (α στερ. + σθένος)…
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Ετυμολογική σημείωση:
η λέξη δεν έχει καμία σχέση με το ανύπαρκτο *aliquus, ούτε με τα κότος, κοτέω, αλκή κ.λπ., αλλά προέρχεται απευθεία από το θέμα alıkoydu- του αορίστου του τουρκ. alıkoymak ‘παρεμποδίζω, κατακρατώ, αποδυναμώνω, αχρηστεύω, αφήνω ανάπηρο’ (όλα τα ρηματικά τουρκικά δάνεια στη Νεοελληνική προέρχονται από το θέμα του αορίστου που περιέχει πάντα το μόρφημα –di-/-du-/-dι-/-dü- ή, πριν από άηχο σύμφωνο, –ti-/-tu-/-tι-/-tü-, πβ. καβουρντίζω, σαστίζω κ.λπ.)
(Π.Γ. Κριμπάς)