αϊτέρι (το) και ἁϊταίρι
- το άλλο μέρος του ζεύγους, δύο ομοίων πραγμάτων, αλλιώτικα και περιφρ. : “Έχασα το κουμπί και δεν βρίσκω ταίρι του”.
- Σε ανθρώπους και ζώα: ‘Έχασε ο δυστυχής το αϊτέρι του” (τη γυναίκα του). Λένε πως, αν σκοτώσουν το ταίρι μερικών πουλιών, όπως του τριγωνιού, πεθαίνουν.
Τραγούδι του γάμου: “Ωραία πουν΄ η νύφη μας κι ωραία τα προικιά της, / ωραίο και το ταίρι της που κάθεται κοντά της. (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σ. 109).
Για τους πολύ προκομμένου, όμορφους κ.λπ.: “Δεν έχει αϊτέρι”.
Η λέξη λέγεται και με κακή σημασία: “δεν έχει αϊτέρι στην κακουργία του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Το ταίρι, από το αρχαίο εταίρος (μεσαιωνικό εταίριον) με σίγηση του -ε-. Η ορθογραφία είναι μάλλον επίδραση του αϊτάρω. Πιο σύμφωνη όμως είναι η ορθογραφία της λέξης με -αι- δηλ. αϊτάρι. Στο χωριό συνήθης η φράση: “Ψάχνω για τ΄ αϊτέρ΄ του”. δηλ. να τα ταιριάσω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀϊταίρι = ὑπεράξιος, χρησιμοποιεῖται ὅπως δέν ἔχει ἁϊταίρι (δέν ἔχει ἀντάξιο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι):
“… Σήτα μου καλή μου σήτα κι όμορφή μου κοσκινίστρα
σείσε μας καλά τ΄ αλεύρι, σμίξε μας καλά τ΄ αϊταίρι …”
Μπολίτσα στο χρόνο
Ετυμολογική σημείωση:
από το ἑταίριον (όπως και το ταίρι), υποκοριστικό του ἑταῖρος, που παράγεται όχι με τις διαδικασίες που περιγράφονται παραπάνω, αλλά ως εξής: το /a/ βρίσκεται στη θέση του ιστορικού /e/ λόγω επανανάλυσης του πληθυντικού τα εταίρια > τα jταίρια > τ’ αjτέρια > υποχωρητικός ενικός τ’ αjτέρι (για την τροπή /aet/ > /ait/ πβ. αετός > αϊτός), γι’ αυτό και η σωστή γραφή είναι αϊταίρι και όχι αητέρι (στην Κεφαλονιά, μάλιστα, διατηρείται και ο τύπος ιταίρι εκτός από αϊταίρι).
Το αϊτάρω, αϊτέρνω (βλ.λ.) παρασυνδέθηκε προς το (προϋπάρχον) αϊτέρι, και όχι το αντίστροφο
(Π.Γ. Κριμπάς)