αλαχτά (επίρρ.) και αλλαχτά
με σάστιση, με φόβο, βιασύνη και νευρικότητα.
“Σαν αλαχτός κάνεις” – “Έφαγε, αλαχτά, αλαχτά κι έφυγε”.
βιαστικά – βιαστικά.
φράση: “Έφαγα αλλαχτά για να προφτάσω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλαχτὰ: /ἐπίρ./ (ἅλη) = μὲ σπουδήν, μὲ νευρικότητα, μὲ φρενοβλάβειαν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και αλλαχτά, βιαστικά. Συνηθέστατη για μας λέξη. Τρώω ή έφαγα αλαχτά και βαρυστομάχιασα.
Στο Δημητράκο (μόνο) απαντά το ουδέτερο αλαχτόν (το), επιθέτου. Σε μας απαντά με επιρρηματική μορφή, αλαχτά.
Ο Λάζαρης το σχετίζει με την άσχετη λέξη “άλη” η οποία μόνο στον πληθυντικό απαντά με δασεία. Είναι οι αλυκές (από το αλς, η θάλασσα με δασεία). Η λέξη μας όμως δε φαίνεται να έχει σχέση με τη θάλασσα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀλλαχτά = στά πεταχτά, κάτι πού γίνεται μέ βιασύνη καί νευρικότητα, π.χ. σκούπισα τό σπίτι στά ἀλλαχτά, (στά πεταχτά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
βλ.λ. αλαχτός
(Π.Γ. Κριμπάς)