αβοκάτος (ο) ή ἀβο(υ)κάτος
δικηγόρος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβο(υ)κάτος: /ὁ/ (Λ. advocatus, Ἰ. avvocato): δικηγόρος, συνήγορος, ἀντίκλητος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
το λευκ. αβο(υ)κάτος προέρχεται απευθείας από το ιταλ. ρήμα avvocato, το οποίο, με τη σειρά του, προέρχεται από το λατ. advocatus
(Π.Γ. Κριμπάς)