Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακονάκι (το)

μικρό δηλητηριώδες φίδι: “Αν σε φάει τ΄ακονάκι / το τσαπί και το φτυαράκι / Κι αν σε φάω εγώ η οχιούλα, / έχεις μιαν απαντοχούλα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀκονάκι:  /τὸ/ (ἄκανος, ἀκοντίας;) = μικρὸς δηλητηριώδης ὄφις (ἔχιδνα), «ἂν σὲ φάῃ τ’ ἀκονάκι,… τὸ τσαπὶ καὶ τὸ φκιαράκι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀκονάκι καί κονάκι = μικρό δηλητηριῶδες φίδι πού τό δάγκωμά του εἶναι θανατηφόρο. Παροιμ.: Ἄν σέ φάει ἡ ὀχιά ἔχεις κι ἀπαντοχιά, ἄν σέ φάει τό κονάκι τό τσαπί καί τό φτυαράκι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
από το ακόνι (βλ.λ.), το οποίο (σύμφωνα με το λεξικό Δημητράκου) σημαίνει και ‘εξάνθημα’ που λέγεται και ακονάκι. Επομένως το φίδι θα πήρε το όνομά του από το εξάνθημα που προκαλεί το δάγκωμά του, ενώ . Ο τύπος κονάκι προέρχεται από σίγηση του άτονου αρχικού /a/ λόγω επανανάλυσης του πληθυντικού με οριστικό άρθρο: τ’ ακονάκια > τα κονάκια > το κονάκι (πβ. μύδγαλο < αμύγδαλο)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.