ακονάκι (το)
μικρό δηλητηριώδες φίδι: “Αν σε φάει τ΄ακονάκι / το τσαπί και το φτυαράκι / Κι αν σε φάω εγώ η οχιούλα, / έχεις μιαν απαντοχούλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκονάκι: /τὸ/ (ἄκανος, ἀκοντίας;) = μικρὸς δηλητηριώδης ὄφις (ἔχιδνα), «ἂν σὲ φάῃ τ’ ἀκονάκι,… τὸ τσαπὶ καὶ τὸ φκιαράκι».
Ἀκονάκι καί κονάκι = μικρό δηλητηριῶδες φίδι πού τό δάγκωμά του εἶναι θανατηφόρο. Παροιμ.: Ἄν σέ φάει ἡ ὀχιά ἔχεις κι ἀπαντοχιά, ἄν σέ φάει τό κονάκι τό τσαπί καί τό φτυαράκι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
από το ακόνι (βλ.λ.), το οποίο (σύμφωνα με το λεξικό Δημητράκου) σημαίνει και ‘εξάνθημα’ που λέγεται και ακονάκι. Επομένως το φίδι θα πήρε το όνομά του από το εξάνθημα που προκαλεί το δάγκωμά του, ενώ . Ο τύπος κονάκι προέρχεται από σίγηση του άτονου αρχικού /a/ λόγω επανανάλυσης του πληθυντικού με οριστικό άρθρο: τ’ ακονάκια > τα κονάκια > το κονάκι (πβ. μύδγαλο < αμύγδαλο)
(Π.Γ. Κριμπάς)