άει και χάει
παρακελευστικό επιφώνημα = εμπρός, πήγαινε, έλα.
φράσεις: “Άει στην ευχή του Θεού” – “Άει στο διάολο” αλλά και “Χάει τρέχα να ιδείς”. (βλ. α – άε).
Ἄει = σύρε, πήγαινε, ἄει στό καλό σου (πήγαινε στό καλό σου).
Ἄει· ἐπίρ. Παρακελ. § ἄγε.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἄε = ἄγε, τὸ ει ἀντὶ Ε εἰς μόνην τὴν προστακτ. τοῦ ῥήματος τούτου μεταχειρίζονται οἱ Λευκάδιοι, οἱ δὲ Θεσσαλοὶ γενικώτερον λέγουσι καὶ ἔφαγει, ἔκαμει ἀντὶ ἔφαγε, ἔκαμε (ἴδε Οἰκονομ. περὶ πρφ. Ἑλλ.Διαλ. σ. 270).
Ἄη, ἐπίρ. παρακελ. § ἄγε.
Σημ. Ἰδ. καὶ Σύλλ. ἐν λ. ἄει. Κακῶς ἐκεῖ ἐγράψαμεν τἠν λ. διὰ τοῦ ει· διότι τὸ ε τοῦ ἄγε ἐτράπη εἰς η κατὰ τὸ ἀητὸς = ἀετὸς κακῶς ἑπομένως καὶ παρὰ τῷ Οἰκονόμῳ φέρονται τὰ Θετταλικὰ ἔφαγει ἔκαμει (= ἔφαγε, ἔκαμε) ἀντὶ τῶν ἔφαγη, ἔκαμη (Οἰκ. περὶ προφ. ἑλλ. σ. 270). Διορθωτέον δἐ καὶ τὸ σύνθετον ἄειντε διὰ τοῦ ἄηντε.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
παμβαλκανικό επιφώνημα που πιθανότατα δεν ανάγεται στο άγε, αλλά αποτελεί δάνειο από το οθωμ. τουρκ. hay (= άντε, τράβα, πήγαινε), γι’ αυτό και πρέπει να γράφεται με γιώτα: (χ)άι, πβ. λ. άειντε
(Π.Γ. Κριμπάς)