αγριλίδα (η)
η άγρια ελιά.
Φυτρώνει σε λογγώδη και άγρια εδάφη. Οι γεωργοί την κεντρώνουν και την κάνουν ήμερη καρποφόρα ελιά. Το ξύλο είναι πολύ σκληρό και το χρησιμοποιούν για κατασκευή αλετριών.
“ζυγό και σπάθι από φτελιά. Κι ήθελε απ΄αγριλίδα να ΄ναι χυτές οι ζεύγλες του”
Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Α΄
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγριλίδα = ἀγριελιά (ἡ ἄγρια ἐλιά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
Από το άγριος + ελιά (< αγριελιά με έκκρουση του /e/) + ονοματικό (αρχικά υποκοριστικό) επίθημα -ίδ-α.
(Π.Γ. Κριμπάς)