Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγριλίδα (η)

η άγρια ελιά.

Φυτρώνει σε λογγώδη και άγρια εδάφη. Οι γεωργοί την κεντρώνουν και την κάνουν ήμερη καρποφόρα ελιά. Το ξύλο είναι πολύ σκληρό και το χρησιμοποιούν για κατασκευή αλετριών.

“ζυγό και σπάθι από φτελιά. Κι ήθελε απ΄αγριλίδα να ΄ναι χυτές οι ζεύγλες του”
Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Α΄

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀγριλίδα = ἀγριελιά (ἡ ἄγρια ἐλιά).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
Από το άγριος + ελιά (< αγριελιά με έκκρουση του /e/) + ονοματικό (αρχικά υποκοριστικό) επίθημα -ίδ-α.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.