ἄκλερος καί ἄκληρος
Ἄκλερος καί ἄκληρος = ὁ παντρεμένος χωρίς παιδιά, αὐτός εἶναι ἄκλερος (ἄτεκνος).
βλ. και ακλερίτης -ισσα
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
από το στερητικό πρόθημα α- και τη λέξη κλήρος ‘απόγονοι, τέκνα’, η δε τροπή /i/ > /e/ οφείλεται στο /r/ που ακολουθεί (πβ. πληρώνω > πλερώνω) και όχι σε διατήρηση της αρχαιοελληνικής προφοράς του η
(Π.Γ. Κριμπάς)