μαδά (επιφών.)
μήπως και … φράση: “Μαδά πήγα!” – “μαδά μου ΄πε τίποτα…” – “μαδά το είδα καθόλου!”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαδὰ (μὴ δὴ) = μὴν ἆραγε, μήπως ἄραγε, καὶ μήπως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. καί αδά ή μαδά (επίρρ.)