μαζώνω
εκτός από τη γενική γνωστή έννοια μαζεύω, συλλέγω κτλ, έχομε και μερικές ιδιωματικές φράσεις από το ρήμα. Πχ “θα σε μάσω στις λιθαριές”= θα σε πετροβολήσω – “Καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, ξαφνικά κάποιος μ΄ έμασε στις πετριές” – “Έμασε ξύλο, για όλη του τη ζωή” = “Έμασα κρύο” – “Μ΄ έμασε το κρύο κι έφυγα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαζώνω (ὁμάς, Ἰ. mazzo) = συλλέγω, συναθροίζω, συμπτύσσομαι, συρρικνοῦμαι, καταφέρω πλῆγμα (θὰ σ᾿ μάσω κανιὰ λιθαριά).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης