Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φωτίκι (το)

τα ρουχαλάκια του προσκομίζει ο νονός στο νεοβάπτιστο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φωτίκ(ι) /τὸ/ (φῶς, φωτικὸν) = ἕκαστον τῶν κατὰ τὸ βάπτισμα δωρουμένων ὑπὸ τοῦ ἀναδόχου εἰς τὸν νεοφώτιστον ἐνδυμάτων. «τὰ φωτίκια».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Δεν είναι φυσικά λευκαδίτικη (και καρσάνικη επομένως) η λέξη, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα και καλό είναι να ξέρουμε την ακριβή σημασία της.
Πρόκειται για τα βαφτιστικά ρούχα του μωρού, (μωρουδιακά) το οποίο στην εκκλησιαστική γλώσσα, μόλις δεχτεί το άγιο βάφτισμα λέγεται “νεοφώτιστο”. Του βαπτίσματος, στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, προηγείτο η κατήχηση (των ήδη ενηλίκων). Και όσοι απ΄ τους “κατηχούμενους” θεωρούνται ώριμοι να λάβουν το άγιο βάπτισμα, ξεχώριζαν και ονομάζονταν “νεοφώτιστοι”. Φωτίστηκαν δηλ. με το φως του Χριστού. Το ίδιο ισχύει μέχρι σήμερα με τη διαφορά ότι τώρα ισχύει ο νηπιοβαπτισμός και την κατήχηση αναλαμβάνει, μόλις ενηλικιωθεί το νήπιο, ο ανάδοχος (νουνός). Αυτό ισχύει θεωρητικά. Από το “φως” λοιπόν και το “φώτισμα” προήλθαν τα “φωτίκια”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Φωτίκι § οὕτω λέγονται τὰ ἱμάτια, ἅπερ ὁ ἀνάδοχος τὴν ὥραν τοῦ μυστηρίου προσφέρει εἰς τὸ βαπτισθὲν βρέφος.

­Σημ. Ἐκ τοῦ φῶς, φωτ -ός, φωτ -ίκιον. Ἔδει δὲ εἶναι φωτάκι(ον) κατὰ τὰ παιδάκι(ον), ξυλάκι(ον) κτλ. (ἰδ. λ. δοκανίκι).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.