μορόζος -α -ο
ο εραστής, ο παράνομα συνδεόμενος με άλλη γυναίκα. φράση: “του τα τρώει όλα η πιαστή του, η μορόζα του”. Παλιότερα ήταν κοινό μυστικό για τους εύπορους της Χώρας, αλλά και για πολλούς επαγγελματίες, κυρίως καροτσέρηδες και χασάπηδες, να έχουν τη μορόζα τους. (μαντένούτα και ποβερέτα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μορόζος -α -ο (Ἰ. moroso, amoroso) = ἀγαπημένος, ἐραστής, τὸ ἕτερον τοῦ ζεύγους παρανόμου συμβιώσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μορόζα. Η αγαπητικιά (ή αγαπητικός, ο μορόζος). Είναι το ιταλικό amoroso (amore, η αγάπη).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης