Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μορόζος -α -ο

ο εραστής, ο παράνομα συνδεόμενος με άλλη γυναίκα. φράση: “του τα τρώει όλα η πιαστή του, η μορόζα του”. Παλιότερα ήταν κοινό μυστικό για τους εύπορους της Χώρας, αλλά και για πολλούς επαγγελματίες, κυρίως καροτσέρηδες και χασάπηδες, να έχουν τη μορόζα τους. (μαντένούτα και ποβερέτα).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μορόζος -α -ο (Ἰ. moroso, amoroso) = ἀγαπημένος, ἐραστής, τὸ ἕτερον τοῦ ζεύγους παρανόμου συμβιώσεως.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Μορόζα. Η αγαπητικιά (ή αγαπητικός, ο μορόζος). Είναι το ιταλικό amoroso (amore, η αγάπη).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.