ντόρκος -α -ο
ο χωρίς επίβλεψη νέος ή νέα, ο τελείως ελεύθερος.
φράσεις: “αυτή είναι ντόρκα, δε λογαριάζει κανέναν”. – “Πού γυρίζεις μαρή ντόρκα; δεν έχεις σπίτι;” – “Τον άφησαν τελείως ντόρκον. Ούτε που υπολογίζει μάνα ή πατέρα” – “Κοπάδι ντόρκο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόρκος -α -ο (δόρκος -ειος; Ἀ. Τ. τὲργκ) = ἀδέσμευτος, ἀνεπιτήρητος, ἐλεύθερος, ἐγκαταλελειμμένος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ντόρκα = 1. ἀφύλακτα ζῶα,
2. γυναῖκα ἐλευθέρων ἠθῶν, παραστρατημένη.
Χαλικιοπουλος Σωτηρης -
Συνήθως η λέξη ντόρκος (και το ρημα ντορκεύω) χρησιμοποιείτα για ζώα κυρίως υποζυγια. Για ανθρωπους η χρηση ειναι μεταφορικη.