καδηνέλλα (η) και καδινέλλα -ες
ξύλινο δοκάρι, μοχλός στηρίξεως στο ένα φύλλο της πόρτας του σπιτιού, και όργανο απειλής: “Θα πάρω την καδ’νέλλα και θα σου σπάσω τα πλευρά” – “Κάτσε καλά γιατί θα αρπάξω την καδ’νέλλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καδ(ι)νέλλα /ἡ/ (Ἰ. catenella) = ξυλίνη δοκίς, ξύλινο πηχί.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
καδινέλλες (οἱ): λεπτές σανίδες στενόμακρες πού καρφώνονταν ὁριζόντια στούς διαχωριστικούς τοίχους, ἔνθεν καί ἔνθεν, σάν βάση γιά τόν σοβά, (ΙT. = catene).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Καδινέλα = μικρή ξύλινη ἀμπάρα πόρτας πού σφηνώνει μεταξύ τοίχου καί τοῦ ἐσωτερικοῦ μέρους αὐτῆς, στηριζόμενη σέ ἡμικάθετο χονδρό σχοινί.