νείρομαι
επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νείρομαι (ἱμείρω -ομαι) = ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, προσδοκῶ συνεχῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Νείρωμαι = ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ κάτι σφοδρά, λιγορεύομαι, λαχταρῶ, (κάτι πού ποθεῖ κανείς καί δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἀπολαύσει).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής