Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαρώνω

ησυχάζω, σωπαίνω.
φράση: “δε λάρωσε όλη τη νύχτα, όλο έκλαιγε” – “λάρωσε, παιδί μ΄, τώρα και μας επήρες τ΄ αυτιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαρώνω (ἰλαρὸς -ύνω) = ἠρεμῶ, καταπραΰνομαι, ἡσυχάζω, σιωπῶ: «λάρωσε μωρὲ τώρα».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ησυχάζω. Λέμε “δε λάρωσε αυτό το παιδί ολ΄ νύχτα” (απ το κλάμα).
Η ρίζα του είναι απ΄ το αρχαίο ρήμα ιλάσκομαι (εξιλεώνω, καταπραΰνω) απ΄όπου το ιλαρώ, ιλαρύνω και το νεοελληνικό λαρώνω, μουδιάζω, κατευνάζω (ησυχάζω). – Βλ. λεξικό ρημάτων Παπανικολάου. Ιλαρός θα πει φαιδρός, ευχάριστος.
Θυμόμαστε εδώ και το εκκλησιαστικό “φως ιλαρόν” που θα πει φαιδρόν, εύθυμον, ευχάριστον). Εύχρηστο και το γλαρώνω (Σταματάκος – καταλαμβάνομαι από υπνηλία, νυστάζω), από το ιλαρώνω (γλάρος).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Λαρώνω = σταματῶ τίς φωνές ἤ τή δράση. Δέν λάρωσε τό παιδί ὅλη τή νύχτα (δέν σταμάτησε τό κλάμα ὅλη τή νύχτα). Ἡ λέξη δέν ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα γλαρώνω.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.