Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μον(ι)τάρου και μονιτάρι

Μονιτάρου βλ. λ. μονοτάρου.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Και μονοτάρου. Στην Καρυά χρησιμοποιείται ο α’  τύπος (με -ι-). Η λέξη είναι σύνθετη από το μον(ο), πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων (ουδέτερο, επιρρηματικής σημασίας του επιθέτου μόνος) και το ταρός, που σημαίνει καιρός (ή “ταχύ”, κατά τον Δημητράκο).
Όλη η λέξη σημαίνει με μιας, μια και καλή.
Ο Λασκαράτος στα “Μυστήρια της Κεφαλλονιάς” (σελ. 158) γράφει: “Το κιβδήλωμα τούτο το οποίο υπάρχει ανάμεσά μας με το όνομα χριστιανική θρησκεία … εκατάντησε μονοτάρως άγριο…).
Ο Λάζαρης έχει τρόπους αντί ταρώς, ταρός, προφανώς από τυπογραφικό λάθος.
Ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Ησύχιος έχει τον τύπο ταρόν, που σημαίνει κατά τον ίδιο, “ταχύ”, γρήγορο. Και ο Σταματάκος προτιμά τον τύπο μονιτάρου, όπως στην Καρυά, αλλά και αλλού. Ο συσχετισμός της λέξης με το ιταλικό montare είναι απίθανος και άσχετος. (Οι άλλοι δύο τύποι της ίδιας λέξης είναι επιρρηματικοί μονοτάρως, και μονοτάρους, όπως και το μονοτάρου(ς).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μονιτάρι = ὅλοι μαζί σέ μιά προσπάθεια, πέντε μονιτάρι, ἔσπρωχναν τό κάρο (πέντε μαζί ἔσπρωχναν τό κάρο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Μονητάρου καὶ μονοτάρου § διὰ μιᾶς, ἀθρόως. Π. τὰ ᾿πῆρες ὅλα μονητάρου…

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.