ανάκαρα (η)
ψυχική και σωματική δύναμη
“Δεν έχω ανάκαrα να σηκωθώ” – “”Δεν νιώθω ανάκαρα για τίποτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνάκαρα: /τὰ/ (ἀνὰ-κέαρ) = ψυχικὴ δύναμις, ἐπάρκεια σωματικῶν δυνάμεων. «δὲν ἔχω ἀνάκαρα νὰ σ’ κρίνω».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δεν έχει λέμε ανάκαρα, τόσο αδύναμος. Η σωματική αντοχή, η δύναμη. Έλλειψη δύναμης
Πιο κοντά στην ετυμολογία της λέξης, (όσον αφορά το β΄συνθετικό, δηλ. το ρήμα, για την πρόθεση ανά δεν τίθεται θέμα) είναι το καρόω-ώ, βυθίζω σε ύπνο βαθύ. (κάρος θα πει νάρκη).
Η αναφορά στο “κέαρ” καρδιά, του Λάζαρη μας παραπέμπει στο ανάκαρα (άλλο αυτό, καίτοι σχετικό).
Να θυμηθούμε, επ΄ ευκαιρία και το στίχο του Βαλαωρίτη: ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν΄ αναστενάξει.
Υπάρχει στα λεξικά και η χωρίς το -α- νάκαρα, με την ίδια σημασία. Σχετικό και το μακάβριο κακαρώνω, τα κακάρωσε, πέθανε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀνάκαρα = ἐλάχιστη δύναμη, δέν ἔχει ἀνάκαρα, (δέν ἔχει δύναμη, ἥπατα).
Ἀνάκαρα, § εὔχρ. ἐν τῇ φρ. δὲν ἔχω ἀνάκαρα νὰ κάμω τι = δὲν ἔχω καρδιὰν ὄρεξιν νὰ πράξω τι.
Σημ. Ὁ Κρομμύδας παρ. τὴν λ. ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ κάρα (= κεφαλὴ) (ἐν λ.), ἡμεῖς δὲ πιθανώτρον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ κήρ, κὰρ = καρδία, ψυχή, ἐπιθυμία.
Ιωάννης -
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην Δυτική Κρήτη. Όπου και χρησιμοποιείται ακόμα ευρέως.