Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγριονομή (η)

τόπος θαμνώδης, ακαλλιέργητος, κατάλληλος για βοσκή ζώων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγριονομὴ:  /ἡ/ (ἄγριος-νομὴ) = χῶρος καλυπτόμενος ἀπὸ αὐτοφυεῖς θάμνους, δασικὴ ἔκτασις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγριοσυκιά (η)

“Την αγριοσυκιάν λέγουσι και αγιαγγουριάν, την ρίζαν της να την μαγειρεύσει με ξίδι και να την βάνει έμπλαστρον εις την ποδάγραν. Σκορπά τους πόνους”: από χργρ. γιατροσόφι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 129). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Όχι από το άγρια συκιά, αλλά από . . . Περισσότερα

αγροικιέμαι – αγροικώ

ακούομαι, θεωρούμαι, συμφωνώ. “Από όσες ελιές ιβρίσκονται μέσα στο περιβόλι και όσες καρδιές ιβρίσκονται να αγριοκιόντε μισακιές …” (χειρόγρ. μισθωτήριο 1711 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης αγροικώ: ακούω Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά Ετυμολογική σημείωση: Από το ελνστ./μσν. αγροικ(ός) φρόνιμος΄ < αρχ. ἄγροικος (< αγρός . . . Περισσότερα

ἀγροῦζα

Ἀγροῦζα, § ἰδ. δράκαινα Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Ετυμολογική σημείωση: άλλος τύπος της λ. γρούζα (βλ.λ.), με προθεματικό α- (πβ. απαρατάω < παρατάω κ.ά.), και προέρχεται από το αρχ.ελλ. κνύζα (θεωρούμενο παραλλαγή του κόνυζα), που δήλωνε ένα ή περισσότερα φυτά, αλλά και το ψάρι δράκαινα. Η σημασιολογική σχέση μεταξύ φυτού . . . Περισσότερα

αγροφάης

αυτός που τρώει τα άγουρα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Από το άγουρος (> άγ’ρος με αποβολή του άτονου /u/, λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού της Λευκαδίτικης) + ονοματικό επίθημα -φά-η-ς (< φαγ-, πβ. ΝΕΚ μοναχοφάης, χαραμοφάης). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγύριγος – αγύρ΄γος (ο)

αυτός που δεν γυρίζει άλλο πίσω. φράσεις: “Άει στον αγύρ΄γο!” και “δανεικό κι αγύρ΄γο”. ο ισχυρογνώμων: “Είναι αγύρ΄γο κεφάλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγύρ(ι)γος -η -ο:  (ἀ-γυρόω) = ὁ μὴ ἐπιστρέφων, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀνεπίστρεπτος. «πάει στ’ ἀγύργο, δανεικὸ κι’ ἀγύργο». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

αγωνιέμαι

Στο χωριό (ιδίως μεταξύ γυναικών) ακούμε: Τι (α)γωνιέσαι μαρή;  Δηλαδή τι προσπαθείς να κάμεις; Τι ταλαιπωρείσαι; Το ρήμα αγωνίζομαι, με το οποίο η λέξη μας σχετίζεται έχει γενικότερα την έννοια του προσπαθώ, παλεύω, ταλαιπωρούμαι, κοπιάζω.

ἀδ(υ)ναστεύω

Ἀδυναστεύω:  (ἀ-δυνατέω, ἀ-δυναστεύω) = ἀδυνατίζω, ἀπισχναίνομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αδύναστος (< δύναμαι, πβ. δυνάστης) = αδύνατος (ο τ. απαντά στην Οινόη και αλλού, στην Ηλεία σημαίνει «ορφανός») + ρηματικό επίθημα -εύ-ω. Ο τύπος αδ’ναστεύω με αποβολή του άτονου /i/ λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού της Λευκαδίτικης. . . . Περισσότερα

αδά ή μαδά (επίρρ.)

μήπως … (“αδά ξέρω;”, “μαδά πήγα …”, “μαδά πέρασε από δω;”), ο τύπος αυτός συναντάται στα χωριά περισσότερο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Το αδά από τα αν + δα, το μαδά από τα μα + δα ή από τα μη + αν + δα. Η . . . Περισσότερα

αδειά (η)

ευκαιρία χρόνου, άνεση χρόνου: “να ΄χα τ΄ν΄αδειά σ΄και τ΄πλατωσά σ¨”, – “έχεις αδειές και παλτωσές τώρα” – “άμα βρω αδειά, θα έρθω να τα κουβεντιάσουμε”. τόπος ανοιχτός, μικρή πλατεία αλάνα, “πάμε να παίξομε εκεί που είναι αδειά;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ἀδειά (ἡ): μεταξύ τῶν ἄλλων . . . Περισσότερα

αδειάζω

ευκαιρώ, εκκενώνω κάτι, δεν είμαι απασχολημένος: “άδειασε το νερό απ΄ την βαρέλλα, να φέροομε φρέσκο”. “Όταν αδειάσω θα έρθω” – “Που να αφήσουν εμένα τα βάσανα ν΄ αδειάσω!” – και περιφρονητικά: “Δεν αδειάζω!” – “Δεν αδειάζω ούτε να πεθάνω …” – “Δεν αδειάζω ούτε να ξυστώ.” “Άδειασε μας τη γωνιά”. . . . Περισσότερα

αδειανός (ο)

άδειος, εύκαιρος. παροιμίες: “αδειανός καλόγηρος …” και “αδειανός καλόγηρος έδενε κι έλυε τα βρακιά του”/ “Τ΄αδειανά βαγένια βροντάνε περισσότερο” – “Αδειανή νοικοκυρά παραχέρι του χωριού”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδειανὸς -ὴ -ὸ:  (ἀ-δέω) = κενός, εὔκαιρος, χωρὶς ἀπασχόλησιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀδειανὸς § κενός. . . . Περισσότερα

ἀδεμὴ

Ἀδεμή, σύνδ. ἐναν. § εἰ δὲ μή. Π. φάγε, ἀδεμὴ σ᾿ ἀφίνω νηστικόνε. Σημ. Τὸ μόρ. τοῦτο συντίθ. ἐκ τοῦ ἂ (ἄν), δέ, μή. Ὁ Βυζ. παραλείπει αὐτό.

αδέξα (επίρρ.)

αδέξια. Συνήθως εκφέρεται με ερωτηματικό: “Τι αδέξα είναι;”, δηλ. άσχημα είναι; – “Αδέξα νοικοκυρά είναι;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδέξα: ἀδεξίως, ἀνεπιτυχῶς, ἀσυμφόρως, ἀνεπαρκῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: βλ.λ. αδέξος (Π.Γ. Κριμπάς)

αδέξος (ο)

αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανεπαρκής: “αδέξιος νοικοκύρης”. – “Τι αδέξο παιδί είναι;” = άσκημο παιδί είναι, ανεπρόκοφτο και δεν κάνει για γαμπρός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδέξος -α -ο: ἀδέξιος, ἀνεπιτυχής, ἀσύμφορος, ἀνεπαρκής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: εδώ βλέπουμε το γνωστό λευκαδίτικο (αλλά και ιθακήσιο και . . . Περισσότερα

αδερφομοίρι (το)

το μερίδιο του αδερφού από κληρονομιά γονέων. το μερίδιο του άκληρου πεθαμένου αδερφού. κτήματα “αδερφομοίρια”. φράση: “είμαστε αδερφομοίρια …” λένε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λέμε: αυτά τα χωράφια είναι αδερφομοίρια, δηλ. είναι εξ ίσου μοιρασμένα σε δύο αδέρφια από κληρονομιά. “Μοίρα” είναι το μερίδιο. Από το . . . Περισσότερα

αδερφοφάγος (ο)

Υπάρχει πρόληψη ότι τα παιδιά που έχουν σε μικρή ηλικία ένα μαύρο σημάδι στο άνω μέρος της μύτης – και που το λένε μύγα- είναι κακούργα. Αυτά τα παιδιά τα λένε αδερφοφάγα.  Κι αν είναι κορίτσια στρίγγλες. Κατά τη λαϊκή αντίληψη τα παιδιά αυτά, τα σημαδεμένα, τρώνε τ΄ αδέρφια τους . . . Περισσότερα

Άδης (ο)

βαθύ σκοτάδι που κινείται κανείς ψηλαφητά. “Δεν βλέπω που πατώ”, “Το κατώγι μας είναι Άδης, άναψε το λυχνάρι να βλέπομε”. μτφ: “Είμαι στα χαμένα” – “Με πήρε ο Άδης”.  Για κάποιον που χρεοκόπησε: “Πάμε σαν στραβοί στον Άδη”. Για την έννοια του Άδη, χρησιμοποιούν οι Λευκάδιοι τη λέξη Χάροντας, Χάρος, . . . Περισσότερα

αδιάκριτος (ο)

αναιδής, χυδαίος, αγενής. “Μην είσαι αδιάκριτος” = μη ρωτάς πράγματα που δεν επιτρέπεται. – “αδιάκριτη ερώτηση” – “αδιάκριτη επίσκεψη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδιάκρ(ι)τος -η -ο:  (ἀ-διὰ-κρίνω) = ἀγενής, ἀγροῖκος, ἀσεβής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αδιαφόρετα

προσπάθεια χωρίς λόγο, μάταιη Γλωσσάριο Γιώργου Βερύκιου Ετυμολογική σημείωση: από το στερητικό α- και το ουσ. διαφορά, επειδή κάτι που γίνεται άδικα, χωρίς λόγο δεν δημιουργεί κάποια διαφορά με την προηγούμενη κατάσταση (Π.Γ. Κριμπάς)

αδικιά

Ιδιοτυπία στον τονισμό. Λέμε: “Είναι αδκιά”, δηλ. αδικία. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης Ετυμολογική σημείωση: εδώ βλέπουμε το γνωστό λευκαδίτικο (αλλά και ιθακήσιο και βορειοκεφαλονίτικο) φαινόμενο της συγκοπής του άτονου /i/ ανάμεσα σε σύμφωνα (Π.Γ. Κριμπάς)

αδρά (επίρρ.)

πληρωμένο ακριβά, με μεγάλη τιμή, αντί μεγάλης οικονομικής ζημίας. “Τον πλήρωσα αδρά” – ” “καλό σπίτι, μα το αγόρασε αδρά” – “Πληρώσαμε αδρά, όλοι εδώ το σεισμό …” – “Αυτήν την καταιγίδα την πληρώσαμε αδρά”.

αδράζω ή αδράχνω

πιάνω κάποιον με γρήγορη κίνηση, με βίαιες διαθέσεις. “Τον άδραξα από το λαιμό, αλλά μου ξέφυγε”, “άδραξα μια πέτρα και έριξα κατ΄ απάνω του” – “Τον άδραξα απ΄ τα μαλλιά και τον έβγαλα απ΄ τη θάλασσα. Τον έσωσα.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδράζω:  (ἀ-δράσσω) = συλλαμβάνω . . . Περισσότερα

αδρασκελάω

δρασκελάω βλ. δρασκελίζω καὶ ἀδρασκελίζω Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: από το δρασκελάω (< διασκελίζω με πιθανή επίδραση του μσν.ελλ. δράμω ‘τρέχω’ < αρχ.ελλ. ἔδραμον αόρ. του τρέχω) με τη συνηθέστατη σε όλο το Ιόνιο (και σε άλλα δημώδη νεοελληνικά ιδιώματα) . . . Περισσότερα

αδραχτά (επίρρ.)

αρπαχτά, με βία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδραχτὰ:  (ἀ-δράσσω) = διὰ ταχείας κινήσεως, ἁρπαχτά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αδράχτι (το)

ξυλινόβεργα, πιο λεπτή στις δύο άκρες και εξογκωμένη ελαφρά στο κέντρο, στην οποία τυλίγουν το νήμα της ρόκας, που είναι προϊόν γνεσίματος. Έχει μήκος 30-40 εκ. και απαραίτητο συμπλήρωμα του είναι το σφοντύλι. Σε παλιό χειρόγραφο του 1724 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε “τέσσερα αδράχτια” και του 1822 “δύο σφοντύλι” σε . . . Περισσότερα

αδρόσ΄γος και αδρόσιος (ο)

ο αδρόσιστος, χωρίς δροσιά. φράσεις: “”Καιρός αδρόσ΄γος” – “όλο το καλοκαίρι πέρασε αδρόδ΄γο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: για την ακρίβεια από το αδρόσηγος με τη γνωστή λευκαδίτικη συγκοπή του άτονου /i/ ανάμεσα σε σύμφωνα (πβ. ακούνηγος, αξούριγος, αγύριγος, ανήλιαγος κ.ά.), με το συνηθέστατο επτανησιακό επίθημα . . . Περισσότερα