Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αδρά (επίρρ.)

πληρωμένο ακριβά, με μεγάλη τιμή, αντί μεγάλης οικονομικής ζημίας.
“Τον πλήρωσα αδρά” – ” “καλό σπίτι, μα το αγόρασε αδρά” – “Πληρώσαμε αδρά, όλοι εδώ το σεισμό …” – “Αυτήν την καταιγίδα την πληρώσαμε αδρά”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.