αγροικιέμαι – αγροικώ
ακούομαι, θεωρούμαι, συμφωνώ.
“Από όσες ελιές ιβρίσκονται μέσα στο περιβόλι και όσες καρδιές ιβρίσκονται να αγριοκιόντε μισακιές …” (χειρόγρ. μισθωτήριο 1711 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
αγροικώ: ακούω
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά
Ετυμολογική σημείωση:
Από το ελνστ./μσν. αγροικ(ός) φρόνιμος΄ < αρχ. ἄγροικος (< αγρός + οίκος) = κάτοικος των αγρών, αγροίκος (βλ. και αγρικιέμαι, ορθογραφικά εσφαλμένο).
Συνήθης και ο τύπος αγροικάω.
(Π.Γ. Κριμπάς)