αδρασκελάω
δρασκελάω
βλ. δρασκελίζω καὶ ἀδρασκελίζω
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
Ετυμολογική σημείωση:
από το δρασκελάω (< διασκελίζω με πιθανή επίδραση του μσν.ελλ. δράμω ‘τρέχω’ < αρχ.ελλ. ἔδραμον αόρ. του τρέχω) με τη συνηθέστατη σε όλο το Ιόνιο (και σε άλλα δημώδη νεοελληνικά ιδιώματα) ανάπτυξη προθετικού α- από συμπροφορά με προηγούμενη λέξη που έληγε σε /a/ και επανανάλυση (π.χ. να δρασκελάω > ν’ αδράσκελάω)
(Π.Γ. Κριμπάς)