ἀδεμὴ
Ἀδεμή, σύνδ. ἐναν. § εἰ δὲ μή. Π. φάγε, ἀδεμὴ σ᾿ ἀφίνω νηστικόνε.
Σημ. Τὸ μόρ. τοῦτο συντίθ. ἐκ τοῦ ἂ (ἄν), δέ, μή. Ὁ Βυζ. παραλείπει αὐτό.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀδεμή, σύνδ. ἐναν. § εἰ δὲ μή. Π. φάγε, ἀδεμὴ σ᾿ ἀφίνω νηστικόνε.
Σημ. Τὸ μόρ. τοῦτο συντίθ. ἐκ τοῦ ἂ (ἄν), δέ, μή. Ὁ Βυζ. παραλείπει αὐτό.