αδιαφόρετα
προσπάθεια χωρίς λόγο, μάταιη
Γλωσσάριο Γιώργου Βερύκιου
Ετυμολογική σημείωση:
από το στερητικό α- και το ουσ. διαφορά, επειδή κάτι που γίνεται άδικα, χωρίς λόγο δεν δημιουργεί κάποια διαφορά με την προηγούμενη κατάσταση
(Π.Γ. Κριμπάς)