αδρόσ΄γος και αδρόσιος (ο)
ο αδρόσιστος, χωρίς δροσιά.
φράσεις: “”Καιρός αδρόσ΄γος” – “όλο το καλοκαίρι πέρασε αδρόδ΄γο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
για την ακρίβεια από το αδρόσηγος με τη γνωστή λευκαδίτικη συγκοπή του άτονου /i/ ανάμεσα σε σύμφωνα (πβ. ακούνηγος, αξούριγος, αγύριγος, ανήλιαγος κ.ά.), με το συνηθέστατο επτανησιακό επίθημα -γος που σχηματίζει αρνητικά ρηματικά επίθετα (συχνό και σε άλλες δημώδες νεοελληνικές γλωσσικές ποικιλίες)
(Π.Γ. Κριμπάς)