γαλουρίζω
Χαριεντίζομαι με ένα βρέφος, παίζω μαζί του με γέλια και γαργαλιστικές κινήσεις. Προσπαθώ να το ησυχάσω όταν κλαίει, να το κουνήσω να κοιμηθεί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαλουρίζω (ἄλλος, ἀλληλο-ὀαρίζω) = φλυαρῶ πρὸς βρέφος ἵνα τὸ ἐξοικειώσω εἰς ἐνάρθρους φθόγγους, χαριεντίζομαι, φλυαρῶ τρυφερῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ιωάννης Σιατίτσας -
Πρώτη φορά το συναντώ με αυτήν την σημασία. Σε διάφορα μέρη της χώρας (Θράκη, Μακεδονία, κατά μήκος της Πίνδου) αναφέρεται στους ήχους που βγάζει το νήπιο όταν είναι ευχαριστημένο και δεν κλαίει, όχι στα παιχνίδια των μεγάλων με αυτό.
Κονσολος -
Η προσωπική αίσθηση που είχα από την γιαγιά μου που μου το έλεγε όταν γκρίνιαζα – μην γαλοριζς- ήταν ακριβώς αυτό μην γκρινιάζω μην μουρμουραω σα την γατα-γαλη