αδερφομοίρι (το)
- το μερίδιο του αδερφού από κληρονομιά γονέων.
- το μερίδιο του άκληρου πεθαμένου αδερφού.
- κτήματα “αδερφομοίρια”. φράση: “είμαστε αδερφομοίρια …” λένε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λέμε: αυτά τα χωράφια είναι αδερφομοίρια, δηλ. είναι εξ ίσου μοιρασμένα σε δύο αδέρφια από κληρονομιά.
“Μοίρα” είναι το μερίδιο. Από το αρχαίο μοιρώ και μείρομαι, το νεότερο μοιράζω. Ή το κομμάτι που ανήκει στον καθ΄ ένα.
(Μοίρα είναι και η τύχη, το πεπρωμένο αλλιώς.
Γνωστή και η παροιμία για τον πολύ φτωχό: “δεν έχει στον ήλιο μοίρα”. Από το μείρομαι και η μό(ω)ρα ).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Αδελφομοίρια, τα: (αδελφός+μοιράζω) = οι γονικοί κλήροι οι μοιρασμένοι σε αδέλφια.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα