Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για βαγένι

αδειανός (ο)

άδειος, εύκαιρος. παροιμίες: “αδειανός καλόγηρος …” και “αδειανός καλόγηρος έδενε κι έλυε τα βρακιά του”/ “Τ΄αδειανά βαγένια βροντάνε περισσότερο” – “Αδειανή νοικοκυρά παραχέρι του χωριού”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδειανὸς -ὴ -ὸ:  (ἀ-δέω) = κενός, εὔκαιρος, χωρὶς ἀπασχόλησιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀδειανὸς § κενός. . . . Περισσότερα

βαγενάς (ο)

ο τεχνίτης που φκιάνει βαγένια. Στον πληθ. βαγενάδες = οι πλανόδιοι Ηπειρώτες βαγενοποιοί, που τα καλοκαίρια γύριζαν από χωριό σε χωριό “παρέες-παρέες” και επισκεύαζαν τα βαγένια, μικρά κσι μεγάλα του χωριού, κατ΄ αποκοπήν πάντα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαγενᾶς /ὁ/ (Ἰ. vagello, vagone) = βυτιοποιός, βαρελλᾶς, . . . Περισσότερα

βαγένι (το)

το κρασοβάρελλο. Ανάλογα με το μέγεθος του και η ονομασία του. Βαγένι, βαγενόπουλο, καράτελλο, βαρελόπουλο. Μέσα έβαναν κρασί ή ξίδι. Στα μεγάλα πάντα έβαναν κρασί. Σε κατγρ. του 1724 Νο 60 διαβάζομε “βαγένι 17 σταμνιών”, 1697 “πατοβάγενο ένα” και “φουντοβάγενο σταμνιών εικοσιπέντε”. (Ιστ. Αρ. Λ.) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

γιωματάρι (το)

κρασί αδρύ, ανέρωτο και λίγο στυφό. Φκιανόταν ως εξής: Κατά το πάτημα των σταφυλιών, ο μούστος μεταφερόταν στα βαγένια μαζί με τα τσίπουρα. Κι αυτό για να ζυμωθεί, για να βράσει ο μούστος. Μετά το βράσιμο τραβούσαν το έτοιμο πλέον κρασί, που λεγόταν γιωματάρι ή κεφαλιακό. Κατόπιν έστιβαν τα τσίπουρα . . . Περισσότερα

δούγα (η) -ες

οι καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών, βαρελιών, βυτίων κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δούγα /ἡ/ (Ἰ. doga, Σ. dούga) = ἑκάστη τῶν καμπύλων πλευρικῶν σανίδων τοῦ βυτίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Είναι η δόγα, η ιταλική doga. Δούγες λέμε τις καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών (Κοντομίχης). . . . Περισσότερα

θρούμπη (η)

το φυτό θρούμπα, θυμάρι. Έχει μια ευχάριστη ευωδία. Οι χωρικές φκιάνουν με θρούμπες σκούπες, τις λεγόμενες θρουμπόσκουπες, με τις οποίες σκουπίζουν τις αυλές. Η θρούμπη έχει και θεραπευτικές ιδιότητες: “Κοπάνησε τη ρίζα του ξηρού θρούμπου και ανακάτωσον, μετά ιδέ τη και πίνων νερό και παύει ξερατόν” (Η λαϊκή ιατρική στη . . . Περισσότερα

θρουμπόσκουπα

κατασκευαζόταν από ξερή θρούμπη και χρησίμευε για το σκούπισμα των αυλών ή του σπιτιού. Ακόμα ήταν απαραίτητη για τον καθαρισμό των βαγενιών πριν ρίξουν μέσα το κρασί. Είχε κωνικό σχήμα

καρατέλο (το)

μικρό βαγένι, που χωρούσε από 6 μ. μέχρι 4 βαρέλες κρασί. Σε καταγραφή του 1728 βλέπομε: “και καρατέλο ένα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καρατέλο /τὸ/ (Ἰ. caratello) = βυτίον, ξυλοβάρελλον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Καρατέλλος. Βαρελάκι ξύλινο. Ιταλική λέξη, caratelio. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – . . . Περισσότερα

κουτσούνα (η)

το γνωστό πλατύφυλλο και σκληρόφυλλο κρεμμυδοειδές φυτό. Το φυτό αυτό έχει – όπως πιστεύουν στη Λευκάδα – αποτρεπτικές ιδιότητες εναντίον του ξινίσματος του κρασιού και της φθοράς των προϊόντων. Γι΄ αυτό κατά το Δωδεκαήμερο, φέρνουν απ΄ τα χωράφια τους στο σπίτι – ή αγοράζουν από παρέες παιδιών – κουτσούνες και . . . Περισσότερα

λάγκερο (το)

ελαφρό κρασί που βγαίνει από τα τσίπουρα του βαρτζαμιού – που έτσι κι αλλιώς θα τα πετούσαν με το τραβεζάρισμα. Στο σπίτι του χωριού το ΄πιναν μικροί μεγάλοι, γιατί ήταν πολύ ελαφρό κρασί. Είναι ο “στεμφυλίας οίνος”, ο “λάκυρος οίνος” των αρχαίων. Το λάγκερο έβγαινε με το στύψιμο των τσίπουρων . . . Περισσότερα

μαστέλα (η)

χαμηλός ξύλινος κάδος, που τον χρησιμοποιούσαν για τη μετακόμιση του κρασιού από το βαγένι στα ασκιά ή από το τρόκολο (πιεστήριο τσίπουρων) στα βαγένια. Τις μαστέλες όμως τις χρησιμοποιούσαν και για άλλες δουλειές. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Την εποχή που το μαύρο Λευκαδίτικο κρασί ήταν περιζήτητο στις . . . Περισσότερα

μούση (η)

το στόμιο, που έχουν τα βαγένια στην κοιλιά τους, το κούπωμα, η τάπα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μούση /ἡ/ (Ἰ. muso) = τὸ κύριον στόμιον ἐπὶ τῆς κοιλίας τοῦ βυτίου, τὸ πῶμα τοῦ βυτίου, ἡ τάππα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξεπατωμένος -η -ο

ο  … χωρίς πάτον. Η λέξη δεν έχει κυριολεκτική έννοια όταν αναφέρεται στον άνθρωπο. μτφ. λέγεται ως κατάρα ή ύβρις στα ζωηρά και στα απείθαρχα παιδιά: “Μωρέ ξεπατωμένο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος …” κυριολεκτική σημασία έχει σε σκεύη διάφορα, όπως βαγένια, τενεκέδες κτλ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

παγανό (το)

τα παγανά είναι πονηρά πνεύματα, που ανεβαίνουν στη γη την ημέρα των Χριστουγέννων και επιστρέφουν την ημέρα των Θεοφανίων, με την πρωτάγιαση, στον κάτω κόσμο, όπου αρχίζουν να πελεκάνε με τσεκούρια τον πελώριο πλατανίσιο κορμό που κρατάει τη γη. Μα όταν φτάσουν στο σημείο να τον κόψουν, να σου και . . . Περισσότερα

σέρνω

επιδιορθώνω, διευθετώ: “Έβαλα και μου έσυραν τα κεραμίδια στο σπίτι, γιατί έμπαζε νερό” Παλιότερα, σε χργρφ, σημείωση του 1755: “δια ένα βαγένι οπού έβαλα τους αρβανητάδες και μου το έσυρανε, εξόδιασα μονέδα …” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας” \ μοιάζω: “Η κοπέλα σέρνει της μάνας της”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

σκαρί (το)

υποστήριγμα, ξύλινος τάκος των βαγενιών. Τα σκαριά τα τοποθετούσαν όταν τα βαγένια ήταν άδεια. “Κι όσα βαγένια είν΄ στα σκαριά, όλα θα τα γιομίσω”. σκαρί = η ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου. Λέμε: είναι το σκαρί του τέτοιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης σκαρί (τό): ἐσχάρα, ὁ σκελετός σέ ἕνα . . . Περισσότερα

σταμνί (το)

μέτρο χωρητικότητας των βαγενιών. 1 σταμνί = 18 καρτούτσα. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

στεφάνι

παιδικό αυτοσχέδιο παιχνιδι. Ένα σιδεροστέφανο βαγενιού ή βαρελιού που το κυλούσαν στους δρόμους με τη βοήθεια σιδερένιας βέργας, που στο κάτω μέρος της είχε μιαν υποδοχή, όσο το πλάτος του στεφανιού. Γι΄ αυτό το παιχνίδι, συνήθως μαζεύονταν παρέες και συναγωνίζονταν στη γρηγοράδα, αλλά και στο ποιος θα κυλήσει το μεγαλύτερο . . . Περισσότερα

τραβέντζο (το)

μεταφορά ζυμωμένου μούστου σε άλλο άδειο βαγένι μεταφορά κρασιού  στο εμπόριο με φορτηγά ζώα. Όποιος ήθελε να πουλήσει κρασί στο εμπόριο – επειδή τότε τα μεταφορικά μέσα ήταν δύσκολα ή ανύπαρκτα – το μετέφερε με ζώα συγχωριανών του, που με προθυμία το δέχονταν, αφού το ίδιο θα έκαναν και οι . . . Περισσότερα

τραβετζάρω

μεταφέρω κρασί ή μάλλον ζυμωμένο μούστο σε άλλο βαγένι. μεταφορά κρασιού από το χωριό σε κάντρο πώλησης . Η διαδικασία αυτή λέγεται τραβέντζο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραβε(τ)ζάρω (Ἰ. travasare) = μεταγγίζω ὑγρὸν (οἶνον, ἔλαιον) ἀπὸ δοχείου εἰς ἕτερον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

φ΄ντωσά (η)

η φουντωσά. Το άνω και το κάτω κυκλικό κλείσιμο (πάτος – καπάκι) των βαρελιών “Πήρα μάστορα να μου αλλάξει τη φντωσά του βαγενιού” – “Το βαρέλι είναι ξεφούντωτο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φουντωσὰ /ἡ/ (Ἰ. fondaccio) = πυθμήν, ἑκάτερος τῶν κυκλοτερῶν ἀβάκων τοῦ ξυλίνου βυτίου. Τα . . . Περισσότερα

φούντι (το) και φοῦντο

το οικόπεδο, τόπος ελεύθερος. Σε κτγρφ. περιουσίας (1718, Νο 3 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … εις το οποίον σπήτι πλερόνο λίβελον (=εδαφονόμιον, φόρος για οικόπεδο) του πρέτζηπε, λείτραις (λίρες) μονέδα επτά τον κάθε χρόνος δια το φούντι …” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φοῦντο /τὸ/ . . . Περισσότερα

φούντωμα (το)

το κυκλικό σανίδωμα – άνω κάτω – που έχουν τα βαγένια. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

φουντωσιά

το κυκλικό σανιδένιο σκέπασμα των βαγενιών, κάθε μια από τις δύο κυκλικές επιφάνειες – πάνω και κάτω – του βαγενιού

χαμώγιο (το)

χαμηλά, ισόγεια σπίτια, χωρίς σανιδωτό δάπεδο, συνήθως μονόχωρα. Στα χαμώγια, στον ενιαίο χώρο, τα ΄βαναν όλα: τα βαγένια με το κρασί, την καπάσα με το λάδι, το σιτάρι, τα όσπρια και κάθε λογής εργαλεία τους. Τέτοιο ήταν και το σπίτι του ήρωα Φωτεινού του ΒΑΛ., στον Κόντρο: “Μέσα δεν είχε . . . Περισσότερα