Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρατέλο (το)

μικρό βαγένι, που χωρούσε από 6 μ. μέχρι 4 βαρέλες κρασί.
Σε καταγραφή του 1728 βλέπομε: “και καρατέλο ένα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρατέλο /τὸ/ (Ἰ. caratello) = βυτίον, ξυλοβάρελλον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Καρατέλλος. Βαρελάκι ξύλινο. Ιταλική λέξη, caratelio.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.