Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Θ

θ΄λυκώνω

θηλυκώνω, θλυκώνω κουμπώνω με θηλιά κλωστής ή με ζάβγιες (πόρπες). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θ(η)λικώνω (θῆλυ) = κουμβώνω, ἐμπορπῶ, γαντζώνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

θα τ(η)νε φορτωθεί

«Θα τ(η)νε φορτωθεί»: (φορτώνω, φόρτος, φέρω). Μεταφορικά φορτικά θα την πιέσει, κυρίως επί ερωτικών ζητημάτων.

θαλάμη (η)

η φωλιά του χταποδιού. Στην είσοδο αυτής της φωλιάς το χταπόδι παραφυλάει, ενεδρεύει, για να πιάσει τη λεία του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θαλάμη -ι /ἡ, τὸ/ (θάλαμος) = ἡ κρύπτη τοῦ ὀκτάποδος ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς ὁποίας ἐνεδρεύει οὗτος πρὸς σύλληψιν τῆς λείας του. Tα . . . Περισσότερα

θαλασσοπούλι (το)

το πουλί αλκυόνα, άλλως ψαροπούλι, ψαροφάγος. Είναι πουλί “σπαθωτό” και πετώντας πάντα σχεδόν χαμηλά, σου δίνει την εντύπωση ότι αγγίζει τη θάλασσα. Είναι πουλί της μυθολογίας: Η Αλκυόνη, ήταν κόρη του Αιόλου και σύζυγος του Κύηκα. Οι δυο σύζυγοι υπερηφανεύονταν πως έχουν τη δύναμη του Δία (ο ένας) και της . . . Περισσότερα

θάμα, θάμμα και θάϋμι καὶ θυάμα

Θάμα /τὸ/ = θαῦμα, ἀξιοπερίεργον, ἀπροσδόκητον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θάμμα καὶ θάϋμι καὶ θυάμα § θαῦμα. Π. τρειοῦ ἡμέραις εἶν’ τὸ θάμμα κὴ ἄλλαις τρεῖς τὸ παραθάμμα. Ἐκ τούτου καὶ τὰ ῥήματα θαμμάζω, θυαμάζω, θυαμάζομαι, θυαμαίνομαι (ἅπαντα οὐδ.). Π. θυαμαίνομαι τὸ κρύο νερό· σέρνε, κοκονίτσα μου, τὸ χορό. . . . Περισσότερα

θάμαρη (η)

τρόμος και απόγνωση. φράση: “Τον έπιασε η θάμαρη κι επήε και γκρεμίστηκε στο βράχο της Λαγκάδας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θάμαρη /ἡ/ (θεόμορος, θάομαι, θάμβος) = τρόμος, θάμβος, ἀπόγνωσις, ἀπελπισία. «τὸν ἐπῆρ’ ἡ θάμαρη κι’ ἔπεσε κι’ ἐπνίγκε». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

θαμπά (επίρρ)

βαθιά χαράματα, θάμπωμα, βαθύς όρθρος. ‘Ητανε θαμπά που ξεκινήσαμε πεζοί για τη Χώρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θαμπὰ (θάμβος) = ἐν ἀμφιλύκῃ, ἐν ἡμιφώτι, ὄρθρου βαθέως, χαράμματα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

θαραπαή (η) και θαράπαψι

η ευχαρίστηση, η απόλαυση. φράση: “Να ιδούμε κι εμείς θαραπαή”,  “εθαραπάηκα φαΐ”. συνώνυμη λέξη είναι το θαράπαψη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θαραπα(γ)ὴ /ἡ/ = θεραπεία, θεράπευσις, ἱκανοποίησις, ἀνακούφισις. Θαραπαγὴ Θαράπαψι /ἡ/ = θεραπεία, θεράπευσις, ἱκανοποίησις, ἀνακούφισις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Θεραπήκα (το). Συνήθως στον αόριστο . . . Περισσότερα

θαραπεύω

Θαραπεύω = θεραπεύω, ἐξυπηρετῶ, ἱκανοποιῶ. «ὁ ξένος ἀναπεύει ἀλλὰ δὲ θεραπεύει».

θαφτειό (το)

το νεκροταφείο, που οι παλιοί συνήθιζαν να λένε θαφτειό. Τα θαφτειά στη Λευκάδα πριν από μερικές δεκαετίες ήταν σε κάποιο εξωτερικό χώρο εφαπτόμενον του ναού. Ο χώρος αυτός ήταν πάντα περιτειχισμένος και πάντα ασπρισμένος. Εδώ θάπτονταν όλοι πλην των ιερέων και επισκόπων, που θάβονταν μέσα στην εκκλησιά. Υπήρχαν τότε και . . . Περισσότερα

θέατρο (το)

στις φράσεις: “Είναι ένα θέατρο” = γελοίος, άσχημος κλπ. “Αυτό το θέατρο βρήκε και πήρε;” δηλ. αυτόν το γελοίο παντρεύτηκε; “Εγίναμε θέατρο και ξεγνοιάσαμε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θέατρο /τὸ/ = θέαμα, γελοῖος, προκαλῶν δυσμενῶς τὴν κοινὴν θέαν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Θέατρο = μέ . . . Περισσότερα

θειά

Θειὰ § ἡ ἐκ πατρὸς ἢ μητρὸς θεία· προσφώνησις, ἣν οἱ νεώτεροι πρὸς τὰς πρεσβύτιδας. Π. θειὰ Μαριώ, θειὰ Βασίλω. Σημ. ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν δευτέραν σημασίαν.

θειακούλα

Θειακούλα /ἡ/ (ὑποκορ. τοῦ θεία) = καλὴ θεία, σεβαστὴ θεία, προσφιλεστάτη θεία.

θειαμαίνομαι

Θειαμαίνομαι: (θείον +μαίνομαι) = εκστασιάζομαι, έχω περιέλθει εις μανίαν τη ενεργεία θεού τινος («μαινόμενος Διόνυσος»), οχλαγωγώ, οργιάζω, θορυβώ, «χαλώ τον κόσμο», είμαι έξω φρενών. «Μαιμόωσα και μαιμώσα» = ενθουσιώσα και οξέως ορμώσα, εξ ου και οι μαινάδες και ο Μαιμακτηριών μήνας (ο Ιανουάριος – από Διός μαιμάκτου», κ.λ.π.), (Λεξ. Liddell-Scott . . . Περισσότερα

θελέσι (το)

Βαλαωρίτη, Φωτεινός, Α΄ :”Εσύ θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας / να την πατούν οι αλλόφυλοι …”. Και στις σημειώσεις ο ποιητής σημειώνει: “θελέσι, περίεργος λέξις: σημαίνει συνήθως κτήνος τερατώδες, ως εκ του όγκου του, βαρύ. Όφις εκτάκτου μεγέθους ή άνθρωπος ηρακλείου οργανισμού, αλλά νωθρού πνεύματος” βλ. λέξη γήταυρος . . . Περισσότερα

θέλω

απαντάται ιδιωματικά με την έννοια του χρωστάω. “Του θέλω 1000 δρχ. ακόμα”, “Μου θέλει ένα ΄κατοστάρικο”. Ακόμα στη φράση: “Καλού μ΄ θέλει” = περνάει πολύ καλά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θέλω = ἐπιθυμῶ, ἀποδέχομαι, ὀφείλω, χρεωστῶ: «μ’ θέλει δέκα φράγκα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης στη . . . Περισσότερα

θεμελιακός

βασικός, κύριος, με γερά θεμέλια, δυνατός, γερός, καλοστημένος, λυγερόκορμος

θεογκαλεσμένος (ο)

η λέξη δεν ακούγεται σήμερα. Την αναφέρει όμως σε μικρό γλωσσάριο του ο Λευκαδίτης δάσκαλος από το Κομηλιό Γ.Χ. Μαραγκός, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως” το 1875, (τομ. Η” αρ. σελ. 445). Το Γλωσσάριο αναδημοσιεύτηκε στη “Λευκαδίτικη Εστία” του Γιάννη Βουκελάτου, τεύχος 1/1976. Ο Γ.Χ. Μαραγκός δε . . . Περισσότερα

θεομπαίχτης

Θεομπαίχτης /ὁ/ (θεὸς-ἐμπαίζω) = ὁ ἐμπαίζων καὶ τὸν θεόν, θεοπλάνος, ἄπιστος, ἀπατεών.

θεορίχτομαι

Καθαρά καρσάνικο αυτό. Αφορμή η προτροπή της μάνας μου: “Παιδί μου μη θεορίχτεσαι”, σε περίπτωση που άκουγε το γνωστό “αχ! Θέε μου”. Ήθελα να συστήσει απλά και να πει “μη τα ρίχνεις στον Θεό”. Ο,τι μικρό ή μεγάλο συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστά η θρησκεία: “Μην αιτιάσαι τον Θεό”, μη . . . Περισσότερα

θεοσκοτωμένος (ο)

εκείνος που θα έπρεπε να αφανιστεί από το Θεό. Κατάρα: “Μωρέ θεοσκοτωμένε …”, “Μωρέ παιδάκι μου, αυτός ο θεοσκοτωμένος δεν άφηκε κότα για κότα στη γειτονιά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Θεοσκοτωμένος -η -ο (θεὸς-σκοτόω) = θεοσκοτισμένος, θεότυφλος, ποὺ νὰ τὸν θανατώσῃ ὁ Θεός; Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

θεριακὴ

Θεριακὴ /ἡ/ (θέρω, θηριακός, Τ. τιργιὰκ) = φάρμακον σύνθετον ἐκ πολλῶν οὐσιῶν, ὄπιον.

θεριστάπιδα

ποικιλία αχλαδιών Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη