Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαστέλα (η)

χαμηλός ξύλινος κάδος, που τον χρησιμοποιούσαν για τη μετακόμιση του κρασιού από το βαγένι στα ασκιά ή από το τρόκολο (πιεστήριο τσίπουρων) στα βαγένια.

Τις μαστέλες όμως τις χρησιμοποιούσαν και για άλλες δουλειές.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Την εποχή που το μαύρο Λευκαδίτικο κρασί ήταν περιζήτητο στις ευρωπαϊκές αγορές, όταν επρόκειτο να ετοιμαστεί μια αποστολή, γινόταν τραβέντζα (  travaso=μετάγγιση) με τις “μαστελάδες”.

Κάτω στην παραλία τοποθετούσαν μια πλατειά ξύλινη μαστέλλα ( mastella=μεγάλος ξύλινος κάδος), τοποθετούσαν γύρω της μερικά βαρέλια κρασί, από τις αποθήκες των εμπόρων, με διαφορετικούς βαθμούς και μέσα από τα σιόνια (τενεκεδένιοι σωλήνες σε σχήμα Π), το περιεχόμενό τους μεταγγίζονταν στη μαστέλλα.

Από τη μαστέλλα, εργάτες με τις πίντες ( pinta=μέτρο χωρητικότητας υγρών) γέμιζαν τις φρεσκομπογιατισμένες και σταμπαρισμένες, με πυρακτωμένες σιδερένιες μάρκες “μπόμπες” (μεγάλα ξύλινα βαρέλια) που προορίζονταν για το εξωτερικό.

Οι μαστελλάδες γίνονταν, κατά κανόνα, για να επιτευχθεί το γράδο ( grado =βαθμός) ή και το χρώμα του κρασιού που προέβλεπε η συμφωνία.

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.