Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καμάρα

Καμάρα /ἡ/ (κάμπτω) = ἁψίς, γέφυρα, κυρτότης, τὸ κάτω μέρος τοῦ μεταταρσίου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


καμάρα (ἡ): ἁψίδα τοξωτή ἤ ἡμικυκλική, (ΑΡΧ. καμάρα).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.