βαγένι (το)
το κρασοβάρελλο.
Ανάλογα με το μέγεθος του και η ονομασία του.
Βαγένι, βαγενόπουλο, καράτελλο, βαρελόπουλο. Μέσα έβαναν κρασί ή ξίδι. Στα μεγάλα πάντα έβαναν κρασί. Σε κατγρ. του 1724 Νο 60 διαβάζομε “βαγένι 17 σταμνιών”, 1697 “πατοβάγενο ένα” και “φουντοβάγενο σταμνιών εικοσιπέντε”. (Ιστ. Αρ. Λ.)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βα(γ)ένι /τὸ/ (Ἰ. vagello, vagone) = μέγα ξύλινον οἰνοβυτίον, κρασοβάρελλο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαένια, τα: τα βαγένια = τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια προς αποθήκευση οίνου, (κρασοβάρελα). Λόγω του μεγέθου τους κατασκευάζονταν επι τόπου με κατάλληλα «βαϊσμένα» ή «βαγισμένα» κομμάτια ξύλου, τις «δρούγες», και περιμετρικά έφεραν τα «στεφάνια». Το μικρό ξύλινο βαρέλι λέγεται καρατέλο, το.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα