Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τραβέντζο (το)

  1. μεταφορά ζυμωμένου μούστου σε άλλο άδειο βαγένι
  2. μεταφορά κρασιού  στο εμπόριο με φορτηγά ζώα.
    Όποιος ήθελε να πουλήσει κρασί στο εμπόριο – επειδή τότε τα μεταφορικά μέσα ήταν δύσκολα ή ανύπαρκτα – το μετέφερε με ζώα συγχωριανών του, που με προθυμία το δέχονταν, αφού το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι,
    Συνοδοί των ζώων ήταν κυρίως γυναίκες του ιδιοκτήτη “για να μη χασομερήσουν οι άντρες” για μια δουλειά που γινόταν χωρίς πληρωμή, στα πιο πολλά χωριά. Αλλά κι εκεί που πληρώνονταν οι αγωγιάτες η αμοιβή ήταν σχεδόν συμβολική, ίσα ίσα ν΄ αγοράσουν λίγα ψάρια του βούρλου ή λίγο γνέμα.
    Κέντρα αγοράς κρασιού (προ του 1940) ήταν η Χώρα, η Βασιλική, ο Άγιος Νικήτας και το Βλυχό.
    (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 133-4).

    Σε χργρφ. του 1745 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “ετραβεζάρισα το κρασί και ευγίκε βαρέλες ικοσιτέσαρες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τραβέτζο /τὸ/ (Ἰ. travaso) = μετάγγισις ὑγροῦ ἀπὸ δοχείου εἰς ἕτερον (καὶ ἰδίᾳ οἴνου καὶ ἐλαίου).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.