σέρνω
- επιδιορθώνω, διευθετώ: “Έβαλα και μου έσυραν τα κεραμίδια στο σπίτι, γιατί έμπαζε νερό”
Παλιότερα, σε χργρφ, σημείωση του 1755: “δια ένα βαγένι οπού έβαλα τους αρβανητάδες και μου το έσυρανε, εξόδιασα μονέδα …” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας” \ - μοιάζω: “Η κοπέλα σέρνει της μάνας της”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σέρνω (σειρόω, συναίρω) = γονιμοποιῶ δι᾿ ἐπιβάσεως (ἐπὶ βοῶν), (σύρω) = κατασύρω, τραβῶ, ἀποσύρομαι: «ἔσυρε ὁ λαγός».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σέρνω (τή στέγη): ἀνατοποθετῶ τά κεραμίδια τῆς στέγης.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Σέρνει = μοιάζει λίγο, τό παιδί σέρνει τῆς θείας του (μοιάζει λίγο τῆς θείας του).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
“σέρνω τα κεραμίδια”: επιδιορθώνω τα κεραμιδια στη στέγη, τα βλαζω στη θέση τους
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας