φούντι (το) και φοῦντο
το οικόπεδο, τόπος ελεύθερος.
Σε κτγρφ. περιουσίας (1718, Νο 3 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … εις το οποίον σπήτι πλερόνο λίβελον (=εδαφονόμιον, φόρος για οικόπεδο) του πρέτζηπε, λείτραις (λίρες) μονέδα επτά τον κάθε χρόνος δια το φούντι …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φοῦντο /τὸ/ (Ἰ. fondo) = βυθός, πυθμήν, καταποντισμός. «πάει φοῦντο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φούντι ἤ φόντο (τό): βυθός, περιουσία, χρηματικό κεφάλαιο, (BEN. fondo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
το κυκλικό σανιδένιο σκέπασμα των βαγενιών, κάθε μια από τις δύο κυκλικές επιφάνειες – πάνω και κάτω – του βαγενιού
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας