Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαρί (το)

  1. υποστήριγμα, ξύλινος τάκος των βαγενιών. Τα σκαριά τα τοποθετούσαν όταν τα βαγένια ήταν άδεια. “Κι όσα βαγένια είν΄ στα σκαριά, όλα θα τα γιομίσω”.
  2. σκαρί = η ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου. Λέμε: είναι το σκαρί του τέτοιο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


σκαρί (τό): ἐσχάρα, ὁ σκελετός σέ ἕνα πλεούμενο.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


᾿Σκαρί, § πᾶν ἄλλο ὑποστήριγμα. Π. κῂ ὅσα βαγένια ᾿ς τὰ σκραγιὰ ὅλα νὰν τὰ γιομίσω (ᾆσμ. 4). Ἐκ τούτου καὶ ῥ. ᾿σκαριάζω = ὑποστηρίζω τι, ἵνα μὴ κινῆται.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἐσχάριον, ὡς καὶ ὁ Εὐστάθ. ἐτυμολ. (Ὀδ. Π. 153). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημ. ταύτην.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.