σκαρί (το)
- υποστήριγμα, ξύλινος τάκος των βαγενιών. Τα σκαριά τα τοποθετούσαν όταν τα βαγένια ήταν άδεια. “Κι όσα βαγένια είν΄ στα σκαριά, όλα θα τα γιομίσω”.
- σκαρί = η ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου. Λέμε: είναι το σκαρί του τέτοιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
σκαρί (τό): ἐσχάρα, ὁ σκελετός σέ ἕνα πλεούμενο.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
᾿Σκαρί, § πᾶν ἄλλο ὑποστήριγμα. Π. κῂ ὅσα βαγένια ᾿ς τὰ σκραγιὰ ὅλα νὰν τὰ γιομίσω (ᾆσμ. 4). Ἐκ τούτου καὶ ῥ. ᾿σκαριάζω = ὑποστηρίζω τι, ἵνα μὴ κινῆται.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐσχάριον, ὡς καὶ ὁ Εὐστάθ. ἐτυμολ. (Ὀδ. Π. 153). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημ. ταύτην.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου